έσω

  • 101ενδοθήλιο — το υμένας που αποτελείται από πεπλατυσμένα κύτταρα και επενδύει το έσω τοίχωμα τών αγγείων και τους ορογόνους …

    Dictionary of Greek

  • 102ενδοφλεβίτιδα — η φλεγμονή τού έσω χιτώνα τών φλεβών …

    Dictionary of Greek

  • 103ενδόστεο — το δίκτυ από λεπτά συνδετικά ινίδια που αποτελεί τον σκελετό τού μυελού τών οστών, έσω περιόστεο …

    Dictionary of Greek

  • 104επίφλεβος — ἐπίφλεβος, ον (Α) αυτός που οι φλέβες του προεξέχουν από την επιφάνεια τού δέρματος («ἔσω δ’ ἄλλο μόριον σταφυλοφόρον, κίων ἐπίφλεβος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλεψ «φλέβα»] …

    Dictionary of Greek

  • 105επιρράσσω — ἐπιρράσσω (Α) [ράσσω] 1. χτυπώ βίαια, κλείνω με ορμή («πύλας δ’, ὅπως εἰσῆλθ’, ἐπιρράξασ’ ἔσω», Σοφ.) 2. προσαρμόζω, κλείνω («κομίσαντες αὐτὸν εἰς τὸν καλούμενον θησαυρόν... κατέθεντο καὶ τὸν λίθον ἐπιρράξαντες», Πλούτ.) 3. (αμτβ.) πέφτω με ορμή… …

    Dictionary of Greek

  • 106επιτέμνω — (Α ἐπιτέμνω, ιων. τ. ἐπιτάμνω) [τέμνω] συντομεύω, συμπτύσσω, μικραίνω τη χρονική διάρκεια («ἡ δέ Κτησίου διήγησις, ὡς ἐπιτέμνοντι πολλά συντόμως ἀπαγγεῑλαι», Πλούτ.) αρχ. 1. χαράζω, σχίζω, κάνω τομή («λίθῳ ὀξέι τὸ ἔσω τῶν χειρών παρά τοὺς… …

    Dictionary of Greek

  • 107επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… …

    Dictionary of Greek

  • 108εσωκάρδιο — και σωκάρδι, το 1. γιλέκο 2. εσωτερικό στηθαίο ένδυμα τών γυναικών, καμιζόλα, μπούστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κάρδιο < καρδιά (πρβλ. μυο κάρδιο)] …

    Dictionary of Greek

  • 109εσωκλείω — κλείνω μέσα σε κάτι, ιδίως σε επιστολή, σε φάκελο («σού εσώκλεισα 100 δραχμές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κλείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] …

    Dictionary of Greek

  • 110εσωκουρίτης — ἐσωκουρίτης, ὁ (Μ) μοναχός που έχει καρεί και μένει σε κοινοβιακή μονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + θ. κουρ (πρβλ. κουρά) + επίθημα ιτης (πρβλ. ενορ ίτης, συνορ ίτης)] …

    Dictionary of Greek