ές (στέμβω)

  • 1στέμβω — shake about pres subj act 1st sg στέμβω shake about pres ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… …

    Dictionary of Greek

  • 3στέμβειν — στέμβω shake about pres inf act (attic epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4στέμβονται — στέμβω shake about pres ind mp 3rd pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5στέμφυλο — το / στέμφυλον, ΝΑ, και στράφυλο και στροφύλι, και ως θηλ. και οτροφυλιά, η, Ν η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών σταφυλιών, το τσίπουρο αρχ. 1. η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών ελιών 2. στον πληθ. τὰ στέμφυλα… …

    Dictionary of Greek

  • 6στόβος — ὁ, Α 1. αλαζονεία («κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους», Λυκόφρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, ὄνειδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. στέμβω «υβρίζω, χλευάζω» χωρίς έρρινο ένθημα μ (βλ. και λ. στέμβω)] …

    Dictionary of Greek

  • 7στόμφος — ο, ΝΜΑ επιτηδευμένος λόγος, πομπώδης έκφραση που δείχνει αλαζονεία ή τάση επίδειξης, μεγαλαυχία, μεγαληγορία αρχ. 1. το γεμάτο στόμα, το μπουκωμένο έτσι ώστε να φουσκώνουν τα μάγουλα 2. το υψηλό και μεγαλοπρεπές ύφος τού λόγου, όπως στην τραγωδία …

    Dictionary of Greek

  • 8ступать — аю, ступить, плю, укр. ступати, ступити, др. русск. ступити, ст. слав. стѫпити πατεῖν (Супр.), болг. стъпям, сербохорв. ступати, сту̑па̑м, ступити, сту̑пи̑м, словен. stȯpati, stȯpam, stȯpiti, stọ̑pim, чеш. stoupati, stoupiti, слвц. stuраt᾽,… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 9αστέμβακτος — ἀστέμβακτος, ον (Α) [στέμβω] ο αστεμφής* …

    Dictionary of Greek

  • 10αστεμφής — ἀστεμφής, ές (Α) [στέμβω] Ι. 1. αμετακίνητος, αδιάσειστος 2. (για πρόσ.) άκαμπτος σκληρός 3. μτφ. αμετάπειστος, αδιάλλακτος II. (το ουδ. στον εν. ως επίρρ.) ἀστεμφές σκληρά, άκαμπτα …

    Dictionary of Greek