έρχομαι πρώτος

  • 1έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …

    Dictionary of Greek

  • 2εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… …

    Dictionary of Greek

  • 3παραφθάνω — ΝΑ, παραφτάνω Ν νεοελλ. είμαι υπεραρκετός, επαρκώ σε μέγιστο βαθμό, φτάνω και περισσεύω («φτάνω και παραφτάνω») αρχ. 1. προλαμβάνω, προφθάνω, καταφθάνω, φθάνω κάποιον καταδιώκοντας τον 2. μέσ. παραφθάνομαι μτφ. υπερτερώ, υπερέχω από κάποιον, τόν… …

    Dictionary of Greek

  • 4ελεύθω — ἐλεύθω (Α) έρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τού ενεστ. ελεύθω χρησιμοποιείται κυρίως ο μέλλ. ελεύσομαι (εκτός τής αττικής διαλέκτου, στην οποία απαντά το τ. είμι*), ο αόρ. ήλθον και επικ. ήλυθον και ο παρακμ. ελήλυθα ιων. αττ. και επικ. ειλήλουθα. Ως ενεστώτας… …

    Dictionary of Greek

  • 5φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 6χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …

    Dictionary of Greek

  • 7ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …

    Dictionary of Greek

  • 8κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …

    Dictionary of Greek

  • 9αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …

    Dictionary of Greek

  • 10καταταχώ — καταταχῶ, έω (Α) 1. επιταχύνω κάτι 2. προφθάνω κάποιον, καταλαμβάνω ξαφνικά («καταταχήσειν τῇ παρασκευῇ τοὺς ὑπεναντίους», Πολ.) 3. διαφεύγω με μεγαλύτερη ταχύτητα, ξεφεύγω 4. προλαβαίνω να κάνω κάτι («κατετάχησεν Ἁννίβας αὐτοὺς ἐξελὼν τὴν πόλιν» …

    Dictionary of Greek