έρχομαι εις
1έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …
2νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …
3κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… …
4ενθύμηση — και θύμηση, η (AM ἐνθύμησις) [ενθυμούμαι] σκέψη, στοχασμός, ανάμνηση («ώς που έχαναν και την ενθύμηση τής πατρίδας τους», Καρκαβ.) νεοελλ. 1. μνήμη, θυμητικό («μού ήρθε στην ενθύμηση μου») 2. ενθύμιο, αναμνηστικό, σουβενίρ 3. πληθ. (παλαιογρ.) οι …
5λάθος — (I) το, πληθ. και λάθια (AM λάθος) νεοελλ. φρ. α) «τυπογραφικό λάθος» σφάλμα σε έντυπο κείμενο που οφείλεται σε αβλεψία τού τυπογραφείου, σε αντιδιαστολή με το σφάλμα που οφείλεται στον συγγραφέα, αλλ. παρόραμα β) «κατά λάθος» ή «εκ λάθους» χωρίς …
6μοιρολόγι — και μοιρολόι και μυρολόγι, το (Μ μοιρολόγιον και μοιρολόγιν και μοιρολόγι και μοιριολόγι και μοιριολόγι[ν] 1. θρηνητικό, λυπητερό άσμα που τραγουδιέται κατά την παράθεση ή την κηδεία νεκρού 2. μτφ. παράπονο με θρήνο για θλιβερό γεγονός, κλάψα μσν …
7νεωτερικός — νεωτερικός, ή, όν (ΑΜ) [νεώτερος] 1. νέος, πρόσφατος 2. νεωτεριστικός μσν. 1. επαναστατικός 2. φρ. «ἔρχομαι εἰς λόγους νεωτερικούς» α) ανταλλάσσω με κάποιον βρισιές, διαπληκτίζομαι β) απειλώ με στάση, με επανάσταση αρχ. 1. αυτός που αρμόζει στους …
8χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …
9κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… …
10συνέρχομαι — ΝΜΑ συγκεντρώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο για συνεργασία, σύσκεψη, τέλεση εορτής (α. «συνέρχεται η βουλή, η επιτροπή, το συμβούλιο κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία», ΚΔ γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», επιγρ. δ. «ἄν ἐς… …