έργάτ

  • 1κλεφτιά — η (επί τουρκοκρατίας) το σύνολο τών κλεφτών, η κλεφτουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + κατάλ. ιά, (πρβλ. αγροτ ιά εργατ ιά)] …

    Dictionary of Greek

  • 2φυλλίνης — ὁ, Α 1. είδος κυκεώνα 2. φρ. «φυλλίνης ἀγών» ο φυλλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + επίθημα ίνης (πρβλ. ἐργατ ίνης: ἐργάτης), το οποίο απαντά κυρίως σε κύρια ον. (πρβλ. Αἰσχ ίνης)] …

    Dictionary of Greek