έπεσε

  • 81αθαλάσσωτος — η, ο (Α αθαλάσσωτος, ον και ἀθαλάττωτος, ον) [θαλασσώνω] 1. ασυνήθιστος στη θάλασσα, μη θαλασσινός, στεριανός 2. αυτός που δεν περιέχει θαλασσινό νερό νεοελλ. 1. αυτός που δεν ρίχτηκε, που δεν έπεσε στη θάλασσα, δεν βράχηκε από θάλασσα 2. αυτός… …

    Dictionary of Greek

  • 82αιγή — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθική βασίλισσα των Αμαζόνων. Σύμφωνα με μια παραλλαγή του μύθου σχετικά με την ονομασία του Αιγαίου πελάγους, η Α. έκανε κάποτε επιδρομή εναντίον της Τροίας, την οποία υπερασπιζόταν ο Λαομέδοντας. Αφού κυρίευσε… …

    Dictionary of Greek

  • 83ακινάκης — Κατά την αρχαιότητα, μικρό και πλατύ ξίφος που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και άλλοι ανατολικοί λαοί. Μαζί με τη λαβή, είχε μήκος σχεδόν μισό μέτρο και το κρεμούσαν σε θήκη, κατά μήκος του δεξιού μηρού. Οι βασιλιάδες κοσμούσαν το ξίφος αυτό με… …

    Dictionary of Greek

  • 84ακρεβάτωτος — η, ο [κρεβατώνω] 1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν κρεβατώθηκε, δεν έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι 2. (για αμπέλια) αυτός που δεν τοποθετήθηκε, δεν στηρίχθηκε σε κρεβατίνα* …

    Dictionary of Greek

  • 85ακροπολίτης — Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας λογίων. 1. Γεώργιος (Κωνσταντινούπολη 1217 – 1281). Ιστορικός, συγγραφέας, πολιτικός και θεολόγος. Σπούδασε και σταδιοδρόμησε αρχικά στη Νίκαια, πρωτεύουσα του ομώνυμου κράτους, όπου είχε συγκεντρωθεί η ηγεσία του… …

    Dictionary of Greek

  • 86αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …

    Dictionary of Greek

  • 87αλογοσέρνω — 1. σέρνω κάποιον δεμένο στην ουρά αλόγου, ώστε να σκοτωθεί 2. σέρνω κάποιον επάνω στο έδαφος, όπως το άλογο τον καβαλάρη του που έπεσε 3. οδηγώ άλογο σε φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + σέρνω] …

    Dictionary of Greek

  • 88αμνήμων — ἀμνήμων ( ονος), ον (ΑΝ) 1. αυτός που δεν έχει μνήμη, που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης 2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, αγνώμων, αχάριστος αρχ. 1. αυτός που έπεσε σε λήθη, ο λησμονημένος 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ… …

    Dictionary of Greek

  • 89αντιάνειρα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασίλισσα των Αμαζόνων, που έπεσε πολεμώντας γενναία εναντίον των Ελλήνων στην Τροία. 2. Κόρη του Φέρητα. Είχε γιο τον αργοναύτη Ίδμονα, από τον Απόλλωνα. 3. Κόρη του Μενοιτίου, που απέκτησε από τον Ερμή δύο γιους,… …

    Dictionary of Greek

  • 90αξάφριστος — η, ο 1. αυτός που δεν του αφαιρέθηκε ο αφρός 2. μτφ. α) όποιος δεν έπεσε θύμα κλοπής β) αντικείμενο που δεν το έκλεψαν …

    Dictionary of Greek