έπεσε

  • 121επανορθώνω — (AM ἐπανορθῶ, όω) [ορθώνω] 1. ανορθώνω κάτι που έπεσε, στήνω όρθιο, ξαναστήνω, επανιδρύω («τὰ ἱερά ἐπανορθώσας», πάπ.) 2. επαναφέρω στην προηγούμενη καλή κατάσταση («τὴν μεγάλην δύναμιν τῆς πόλεως... ἐπανορθώσαντες», Θουκ.) 3. μτφ. διορθώνω… …

    Dictionary of Greek

  • 122ευπροσωποκοίτης — εὐπροσωποκοίτης, ὁ (Α) φρ. «τύχαι εὐπροσωποκοῑται» ευνοϊκή τύχη, που έπεσε ευνοϊκά σαν την καλή πλευρά τού ζαριού (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ πρόσωπος + κοίτης (< κοίτη «κρεβάτι, ξάπλωμα»), πρβλ. α κοίτης, παρα κοίτης] …

    Dictionary of Greek

  • 123εύρυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Τοξότης από την Οιχαλία, που τόλμησε να αναμετρηθεί με τον Απόλλωνα, καλώντας τον σε μονομαχία. Αγανακτισμένος ο Απόλλωνας τον σκότωσε στη διάρκεια της μονομαχίας. Πεθαίνοντας, ο Ε. κληροδότησε το τόξο στον γιο… …

    Dictionary of Greek

  • 124ζάρκος — I Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 1.498 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρκαδόνος. Το ύψωμα του Προφήτη Ηλία, κοντά στον οικισμό, είναι κατάσπαρτο με αρχαία ερείπια. Πρόκειται για τα λείψανα της αρχαίας πόλης… …

    Dictionary of Greek

  • 125ημιθέα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Η. η Μελποδία. Κόρη του Στάφυλου, που της εμπιστεύτηκε τη φύλαξη του νεοφυτεμένου αμπελιού του. Η H. αποκοιμήθηκε και δεν κατάλαβε πως είχαν μπει στο αμπέλι χοίροι, που έφαγαν τα κλήματα. Για να σωθεί από την οργή… …

    Dictionary of Greek

  • 126ηριδανός — I Ονομασία ποταμών κατά την αρχαιότητα. 1. Ποταμός της Αττικής. Πήγαζε από τον Υμηττό και κατέληγε στον Ιλισό. Ο Παυσανίας αναφέρει πως τα νερά του ήταν τόσο ακάθαρτα ώστε τον απέφευγαν ακόμη και τα ζώα. Τμήματα της αρχαίας κοίτης του… …

    Dictionary of Greek

  • 127θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …

    Dictionary of Greek

  • 128θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… …

    Dictionary of Greek