έξαλλος
1ἔξαλλος — special masc/fem nom sg …
2έξαλλος — η, ο (AM ἔξαλλος, ον) ο εντελώς διαφορετικός από ό,τι ήταν προηγουμένως νεοελλ. 1. ο αλλοιωμένος από ισχυρό συναίσθημα, έξω φρενών, σφοδρός («έξαλλος από χαρά, από θυμό») 2. (για συναισθήματα) ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτος («έξαλλη χαρά», «έξαλλο… …
3έξαλλος — η, ο επίρρ. α 1. ο εντελώς άλλος, ο ολωσδιόλου διαφορετικός. 2. που γίνεται εκτός εαυτού, που δεν έχει πια κυριαρχία στον εαυτό του: Έξαλλος από χαρά. 3. (για ψυχικές καταστάσεις), ο σφοδρός: Έξαλλος ενθουσιασμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐξάλλως — ἔξαλλος special adverbial ἔξαλλος special masc/fem acc pl (doric) …
5ἔξαλλον — ἔξαλλος special masc/fem acc sg ἔξαλλος special neut nom/voc/acc sg …
6ἐξάλλοις — ἔξαλλος special masc/fem/neut dat pl …
7ἐξάλλου — ἔξαλλος special masc/fem/neut gen sg ἐξά̱λλου , ἐξάλλομαι leap out of imperf ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἐξάλλομαι leap out of pres imperat mid 2nd sg (attic epic doric) ἐξάλλομαι leap out of imperf ind mid 2nd sg (attic epic doric) …
8ἐξάλλους — ἔξαλλος special masc/fem acc pl …
9ἐξάλλων — ἔξαλλος special masc/fem/neut gen pl …
10ἔξαλλα — ἔξαλλος special neut nom/voc/acc pl …