ένοχος
1ἔνοχος — held in masc/fem nom sg …
2ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… …
3ένοχος — η, ο 1. που ενέχεται σε αξιόποινη πράξη, που έκανε σφάλμα ή έγκλημα: Ένοχος κλοπής. 2. ενοχοποιητικός, ύποπτος, μη αθώος, αθέμιτος: Ένοχη σιωπή. – Ένοχες σχέσεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἔνοχον — ἔνοχος held in masc/fem acc sg ἔνοχος held in neut nom/voc/acc sg …
5ἐνόχοις — ἔνοχος held in masc/fem/neut dat pl …
6ἐνόχου — ἔνοχος held in masc/fem/neut gen sg …
7ἐνόχους — ἔνοχος held in masc/fem acc pl …
8ἐνόχων — ἔνοχος held in masc/fem/neut gen pl …
9ἐνόχῳ — ἔνοχος held in masc/fem/neut dat sg …
10ἔνοχα — ἔνοχος held in neut nom/voc/acc pl …