ένοχος

  • 91Στραντέλα, Αλεσάντρο — (Stradella). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής (Ρώμη 1644 – Γένοβα 1682). Μορφώθηκε μέσα στους μουσικούς κύκλους της Ρώμης και μπήκε στην υπηρεσία της Χριστίνας της Σουηδίας και άλλων πλούσιων οικογενειών όπου δημιούργησε μια λαμπρή καριέρα. Αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 92Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 93Φορντ, Τζον — (Ford, Κέιπ Ελίζαμπεθ 1895 – Καλιφόρνια 1973). Ψευδώνυμο του Sean Aloysius Feeney. Αμερικανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Άρχισε την κινηματογραφική του σταδιοδρομία το 1914, όταν πήγε στο Χόλιγουντ για να συναντήσει εκεί τον μεγαλύτερο αδελφό …

    Dictionary of Greek

  • 94Χαλτούριν, Συμεών — (1856 – 1882). Ρώσος επαναστάτης. Υπήρξε ένας από τους κυριότερους οργανωτές της επαναστατικής οργάνωσης Ένωση Ρώσων Εργατών του Βορρά (1878) και αφιέρωσε όλες του τις δυνάμεις στον αγώνα εναντίον του τσαρικού καθεστώτος. Το 1880 πήρε διαταγή από …

    Dictionary of Greek

  • 95ՄԱՀԱՊԱՐՏ — (ի, աց.) NBH 2 0197 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c ա. ἕνοχος (θανάτῳ, θανάτου ) reus (mortis). Պարտական մահու. որպէս արիւնահեղ, կամ արժանի մահուան յանցաւոր. արունտէր, մեռնելու արժանի. ... *Մահապարտ է, փոխարէն մեռցի: Մի՛ լիցի… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 96ՄԵՂԱՊԱՐՏ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 0247 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա. αἵτιος, ἕνοχος reus, obnoxius Մեղաց պարտական՝ պարտաւոր. յանցաւոր. վնասապարտ. պատժապարտ. ... *Ես եմ մեղապարտ. այսինքն ես եմ պատճառ մահու տան հօր քոյ. Եփր …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 97ՊԱՏԺԱՊԱՐՏ — (ի, ից, կամ աց.) NBH 2 0609 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c ա.գ. κατάδικος, καταδεδικασμένος, ὐπεύθηνος, ἕνοχος reus, sons, obnoxius, supplicio afficiendus. Պարտական պատժոյ. յանցաւոր՝ արժանի պատժոյ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 98ՊԱՐՏ — (ոյ, ՊԱՐՏՔ, տուց.) NBH 2 0641 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. ՊԱՐՏ ՊԱՐՏՔ. χρέος, ὁφείλημα , ὁφειλή, τὸ ὁφειλομένον debitum. Որպէս լծ. ընդ թ. պօրճ. որ եւ պարտիք. Ինչ մի իրավամբք հատուցանելի… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 99ՊԱՐՏԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0642 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 10c, 11c ա. ὁφειλέτης debitor. եւ բայիւ ὁφείλω debeo. Անկեալ ընդ պարտեօք, որպէս պարտապան. ... *Պարտական (կամ պարտապան) իսկ են նոցա: Պարտական է զամենայն օրէնսն կատարել. Հռ. ՟Ծ՟Է …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 100ՊԱՐՏԱՊԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0642 Chronological Sequence: Early classical ա. ὐπόχρεως, ὁφείλων, ὁφειλέτης debitor. Ընդ պարտեօք անկեալն. պարտքի տէր .... Տե՛ս եւ ՊԱՐՏԱԿԱՆ. *Ժողովէին առ նա ամենայն վշտատեսք եւ ամենայն պարտապանք: Եղիցի պարտապանն իբրեւ զպարտատէրն:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)