ένοχος

  • 71φταίω — πταίω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πταίω και διαλ. τ. φταίγω Ν υποπίπτω σε σφάλμα, κάνω λάθος, σφάλλω (α. «έφταιξε και πρέπει να πληρώσει» β. «ἐὰν πταίσωσί τι», Φιλήμ.) νεοελλ. είμαι ένοχος, υπαίτιος για κάτι, ευθύνομαι για κάτι («αυτός φταίει για το κακό …

    Dictionary of Greek

  • 72όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 73όχα — ὄχα (Α) επίρρ. (επικ. τ.) (ως επιτ. τού υπερθ. ἄριστος) εξαιρετικά, έξοχα («ὄχ ἄριστος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. που προήλθε κατ αποκοπήν από τα σύνθ. επιρρ. σε οχα, πρβλ. έξ οχα (< ἔξοχος), έν οχα (< ἔνοχος)] …

    Dictionary of Greek

  • 74ύποχος — ον, Α [ὑπέχω] 1. υπήκοος 2. ένοχος («τῇ τῶν ἀνδροφόνων οὐδὲν ἧττον ὕποχος δίκῃ καθέστηκεν», Φίλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 75αξινομαντεία — Έθιμο μαντείας κατά τον Μεσαίωνα. Έχει τις ρίζες του σε αρχαίες ειδωλολατρικές συνήθειες, ωστόσο διατηρήθηκε για μεγάλη χρονική περίοδο μέχρι που τελικά καταργήθηκε από την εκκλησία. Στην α. κατέφευγαν για να διαπιστώσουν αν κάποιος… …

    Dictionary of Greek

  • 76αψύχων δίκες — Δικαστικές υποθέσεις στην αρχαία Αθήνα, που στρέφονταν εναντίον άψυχων αντικειμένων, τα οποία εκπροσωπούσαν όμως θεϊκές δυνάμεις και θεωρούνταν υπεύθυνα για τον φόνο ή τον τραυματισμό ενός ανθρώπου ή ενός ζώου. Τέτοια αναφορά γίνεται στον… …

    Dictionary of Greek

  • 77Βεργή, Έλσα — (Αθήνα 1921 – 1980). Ηθοποιός. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου Αθηνών, στο Ωδείο Αθηνών (πιάνο) και στο πανεπιστήμιο του Γέιλ (ΗΠΑ). Κατά το χρονικό διάστημα 1940 57 συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, ερμηνεύοντας με μεγάλη… …

    Dictionary of Greek

  • 78Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …

    Dictionary of Greek

  • 79Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …

    Dictionary of Greek

  • 80Ζωιτάκης, Γεώργιος — (Ναύπακτος 1919 – 1996). Στρατιωτικός, αντιβασιλιάς (1967 72) κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Έλαβε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940 41) και, στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της Κατοχής,… …

    Dictionary of Greek