ένοχος

  • 61προσεποφλισκάνω — Α 1. οφείλω κάτι ακόμη, είμαι ένοχος για κάτι ακόμη 2. φρ. «γέλωτα προσεπωφλίσκανον» γινόμουν ακόμη πιο γελοίος (Δίων. Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐποφλισκάνω «οφείλω, χρωστώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 62προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… …

    Dictionary of Greek

  • 63ρακά — ῥακά, ΝΑ (εβραϊκή λ.) άκλ. λέξη υβριστική με την οποία πιθανώς δηλώνεται ο ανόητος, ο άμυαλος («ὅς δ ἄν εἴπη τῷ άδελφῷ αὐτοῡ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ», ΚΔ) …

    Dictionary of Greek

  • 64σιμωνιακός — ή, ό / σιμωνιακός, ή, όν, ΝΜΑ [σιμωνία] 1. αυτός που έχει σχέση με τη σιμωνία 2. ο ένοχος σιμωνίας νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιμωνιακά πολύκροτο σκάνδαλο δωροδοκίας και σιμωνίας που συντάραξε την ελληνική κοινή γνώμη τον Ιανουάριο 1875… …

    Dictionary of Greek

  • 65τιμητός — ή, ό / τιμητός, ή, όν, ΝΑ [τιμώ] 1. αυτός τού οποίου η αξία μπορεί να υπολογιστεί 2. ο άξιος τιμής, εκτίμησης αρχ. 1. αυτός που αξίζει να υπολογιστεί, να ληφθεί σοβαρά υπ όψιν («τὸ τοῡ χρόνου τιμητόν», Ιώσ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τιμητόν πρόστιμο …

    Dictionary of Greek

  • 66υπαίτιος — α, ο / ὑπαίτιος, ον, ΝΑ 1. αυτός που ευθύνεται για μια πράξη ή για μια κατάσταση, υπεύθυνος 2. (κατ επέκτ.) ένοχος, φταίχτης αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται υπό κατηγορία, υπόλογος 2. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος («τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν… …

    Dictionary of Greek

  • 67υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… …

    Dictionary of Greek

  • 68φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 69φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… …

    Dictionary of Greek

  • 70φταίχτης — και φταίστης, ο, θηλ. φταίχτρα, Ν αυτός που φταίει σε κάτι, ένοχος, υπαίτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φταιξ τού αορ. έφταιξ α τού ρ. φταίω (πρβλ. παίχ της). Ο τ. φταίστης κατ επίδραση τού πταίστης (< πταίω)] …

    Dictionary of Greek