ένοχος

  • 41γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 42δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …

    Dictionary of Greek

  • 43δειλία — η (AM δειλία) [δειλός] έλλειψη θάρρους, ατολμία αρχ. φρ. «δειλίην ὀφλεῑν», «ἔνοχος δειλίας» το να κατηγορείται κάποιος για ανανδρία …

    Dictionary of Greek

  • 44διατάραξη — η (AM διατάραξις) 1. διαταραχή, διασάλευση νεοελλ. 1. αστρον. κάθε μεταβολή τών στοιχείων τής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος που κινείται γύρω από άλλο ουράνιο σώμα, η οποία οφείλεται στην ύπαρξη ενός ή περισσότερων άλλων σωμάτων 2. γεωλ. η αλλαγή …

    Dictionary of Greek

  • 45δωσίλογος — και δοσίλογος, ο, η 1. αυτός που από τον νόμο υποχρεώνεται να λογοδοτήσει μετά το τέλος τής θητείας του 2. εκείνος που διαχειρίζεται εν όλω ή εν μέρει ξένη περιουσία και υποχρεώνεται να δώσει απολογισμό 3. ένοχος συνεργασίας με τα στρατεύματα… …

    Dictionary of Greek

  • 46εθελόκακος — η, ο (AM ἐθελόκακος, ον) 1. αυτός που θέλει να είναι κακός 2. (για στρατιώτη) ένοχος για εσκεμμένη δειλία …

    Dictionary of Greek

  • 47ενάμαρτος — η, ο (AM ἐνάμαρτος, ον) ο γεμάτος αμαρτίες, αμαρτωλός, ένοχος, εναμάρτητος αρχ. 1. εσφαλμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνάμαρτον η ροπή προς την αμαρτία. επίρρ... εναμάρτως εσφαλμένα, όχι ορθά …

    Dictionary of Greek

  • 48ενοχοποιητικός — ή, ό αυτός που συντελεί ώστε να θεωρηθεί ένοχος κάποιος («ενοχοποιητικά στοιχεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 49επαίτιος — ἐπαίτιος, ον (Α) 1. αξιοκατάκριτος, επίμεμπτος 2. κατηγορούμενος για κάτι 3. ύποπτος για κακή πράξη 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπαίτια πρόσθετες ποινές που επιβάλλονται από τον νόμο, πρόσθετα πρόστιμα, προστιμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αίτιος… …

    Dictionary of Greek

  • 50επαγγέλλω — (AM ἐπαγγέλλω) [αγγέλλω] 1. μέσ. υπόσχομαι κάτι χωρίς να μού τό ζητήσουν, προσφέρω («καί σφι προσελθοῡσι ἐπηγγείλατο καταγωγήν καὶ ξείνια», Ηρόδ.) 2. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ βιοποριστικό επάγγελμα (α. «επαγγέλλεται τον γιατρό»… …

    Dictionary of Greek