ένοχος
111σιμωνία — η εμπορία της Θείας Χάρης από τους ιερωμένους: Αυτός ο κληρικός κρίθηκε ένοχος σιμωνίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
112σιμωνιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη σιμωνία. 2. ένοχος σιμωνίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
113συνένοχος — η, ο αυτός που είναι ένοχος μαζί με άλλον: Απέκρυψε τους συνενόχους του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
114φταίχτης — ο θηλ. τρα ο ένοχος σε κάτι, ο υπαίτιος, ο υπόλογος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
115φταίω — έφταιξα 1. αμτβ., πέφτω σε κάποιο σφάλμα, αμαρτάνω, βρίσκομαι σε άδικο: Έφταιξα, Θεέ μου, συχώρεσέ με. 2. είμαι ένοχος για κάτι, είμαι υπαίτιος, ευθύνομαι για κάτι: Δε φταίω εγώ για ό,τι έγινε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
116φυγοδικώ — φυγοδίκησα, αμτβ., αποφεύγω να δικαστώ, κρύβομαι και δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο την ημέρα της δίκης, είμαι φυγόδικος, είμαι ένοχος φυγοδικίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)