ένοχος
101ՊԱՐՏԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0642 Chronological Sequence: Early classical ա. ἕνοχος reus, sons, crimini obnoxius. Պարտական՝ որպէս մեղապարտ. յանցաւոր. դատապարտ. *Ոչ անպարտ առնէ զպարտաւորն: Սրբէլով ոչ սրբէ զպարտաւորն: Պարտաւոր լիցի դատաստանի կամ ատենի կամ ʼի… …
102ՊԱՐՏԱՒՈՐԵՄ — ( ) NBH 2 0643 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c ն. καταγινώσκω, κατακρίνω, καταδικάζω inculpo, reprehendo, condemno ἁναρτάομαι obligo. կր. ἕνοχος γίνομαι, εἱμι reus sum ὁφείλω debeo. Պարտաւոր առնել. սագտանել. եւ… …
103ՎՆԱՍԱԿԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0828 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c ա. βλαβερός noxius, damnosus ἕνοχος reus ἅδικος , ἁδικῶν, κήσας injurius, iniquus եւն. Որ կարէ վնասել (անձն կամ իր). վնասարար. զրկօղ. անիրաւ. մեղանչական. ապիրատ.… …
104ՎՐԻԺԱՊԱՐՏ — (ի, ից.) NBH 2 0835 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 13c ա. ἕνοχος reus. Չարեացապարտ. վնասապարտ. յանցաւոր. պատժապարտ. արժանի վրիժուց. *Չէ պարտ կեալ դմա, զի որդի վրիժապարտի է դա: Ե՞ս միայն վրիժապարտ իցեմ յիսրայէլի. Ագաթ.: Մծբ. ՟Ժ՟Թ:… …
105αθώος — α, ο 1. αυτός που δεν είναι ένοχος: Ο κατηγορούμενος κηρύχτηκε αθώος. 2. αυτός που αγνοεί κάτι: Είναι αθώος από τέτοια. 3. απονήρευτος, άκακος, αγνός: Αθώος, όπως ήταν, παρασύρθηκε από τον πονηρό φίλο του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
106αμαρτύρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε βεβαιώθηκε με μάρτυρες ή με αναμφισβήτητη απόδειξη: Όλοι όμως αυτοί οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ήταν αμαρτύρητοι. 2. αυτός που δεν καταγγέλθηκε στο δάσκαλο (κυρίως για μικρούς μαθητές): Τελικά ο πραγματικός… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
107αναίτιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι ένοχος, ο αθώος: Αυτός είναι αναίτιος για όσα έγιναν. 2. αυτός που έγινε χωρίς αιτία, αδικαιολόγητος: Η εναντίον μου επίθεση είναι αναίτια. 3. το ουδ. ως ουσ., το αναίτιο η αναιτιότητα (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
108δόλος — ο 1. η βούληση ή ο τρόπος για παραπλάνηση, πανουργία: Της πήρε ό,τι είχε και δεν είχε χρησιμοποιώντας δόλο. 2. (νομ.), η εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, για την οποία ο δράστης γνωρίζει ότι είναι άνομη: Είναι ένοχος, γιατί ενέργησε με δόλο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
109ενοχή — η 1. το να είναι κάποιος ένοχος για αξιόποινη πράξη, η υπαιτιότητα, η ευθύνη. 2. (νομ.), η έννομη σχέση που συνδέει αυτόν που υποχρεώνεται σε κάποια παροχή προς εκείνον που έχει δικαίωμα σ αυτή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
110καταριέμαι — και καταριούμαι καταράστηκα, καταραμένος, εκστομίζω κατάρες: Μη με καταριέσαι, και δεν είμαι εγώ ο ένοχος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)