ένος

  • 11πολυαύχην — ένος, ὁ, ἡ, ΜΑ πολυαύχενος μσν. αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ χάσμα ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αὐχήν, ένος (πρβλ. ερι αύχην …

    Dictionary of Greek

  • 12πρωτοποίμην — ένος, ὁ, Α 1. πρώτος ποιμένας 2. μτφ. αρχιεπίσκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ποιμήν, ένος (πρβλ. αρχι ποίμην)] …

    Dictionary of Greek

  • 13ριψαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α 1. (για ίππο) αυτός που υψώνει ψηλά τον αυχένα 2. (για άνθρωπο) υπερήφανος, αλαζονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + αὐχήν, ένος (πρβλ. μεγαλ αύχην, στρεψ αύχην)] …

    Dictionary of Greek

  • 14στρεψαύχην — ενος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που στρέφει τον αυχένα 2. φρ. «κώθων στρεψαύχην» δοχείο με περιεστραμμένο λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αορ. ἐ στρεψ α τού στρέφω + αύχήν, ένος] …

    Dictionary of Greek

  • 15τριαύχην — ενος, ὁ, ἡ, και τριαύχενος, ον, Α αυτός που έχει τρεις αυχένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + αὐχήν, ένος (πρβλ. πολυ αύχην)] …

    Dictionary of Greek

  • 16υποπύθμην — ενος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που βρίσκεται κάτω από τον πυθμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πυθμήν, ένος «πυθμένας»] …

    Dictionary of Greek

  • 17υψηλαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α υψαύχενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + αὐχήν, ένος (πρβλ. ὑψ αύχην)] …

    Dictionary of Greek

  • 18φιλάρρην — ενος, ὁ, Α (για ομοφιλόφυλο) αυτός που ποθεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄρρην, ενος «αρσενικός»] …

    Dictionary of Greek

  • 19φιτυποίμην — ενος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) φυτοκόμος, κηπουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῖτυ «κλαδί, βλαστάρι» + ποιμήν, ένος] …

    Dictionary of Greek

  • 20φριξαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει ανορθωμένη χαίτη («κάπρον φριξαύχενα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + αὐχήν, ένος (πρβλ. καμπυλ αύχην, μεγαλ αύχην)] …

    Dictionary of Greek