-
1 ένδειξη
[эндикси] ουσ. Θ. указание, знак,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ένδειξη
-
2 знак
знак м 1) το σημάδι, το σημείο, το σήμα \знаки препинания τα σημεία της στίξης восклицательный \знак το θαυμαστικό вопросительный \знак το ερωτηματικό дорожный \знак το σήμα της τροχαίας условный \знак το σύνθημα 2) η ένδειξη в \знак дружбы σ'ένδειξη φιλίας в \знак протеста σ'ένδειξη διαμαρτηρίας ◇ \знаки отличия воен. τα διακριτικά* * *м1) το σημάδι, το σημείο, το σήμαзнаки препина́ния — τα σημεία της στίξης
восклица́тельный знак — το θαυμαστικό
вопроси́тельный знак — το ερωτηματικό
доро́жный знак — το σήμα της τροχαίας
усло́вный знак — το σύνθημα
2) η ένδειξηв знак дру́жбы — σ'ένδειξη φιλίας
в знак проте́ста — σ'ένδειξη διαμαρτηρίας
••знаки отли́чия — воен. τα διακριτικά
-
3 показание
-я ουδ.1. ένδειξη• τεκμήριο.2. μαρτυρία, κατάθεση•-я свидетелей καταθέσεις των μαρτύρων.
3. (για όργανα μέτρησης) ένδειξη• δείκτης•показание термометра, барометра ένδειξη του θερμόμετρου, του βαρόμετρου.
-
4 показание
показание с 1) юр. η κατάθεση, η μαρτυρία 2) (прибора ) η ένδειξη* * *с1) юр. η κατάθεση, η μαρτυρία2) ( прибора) η ένδειξη -
5 доказательство
-а ουδ.1. απόδειξη, αποδεικτικό στοιχείο, μαρτυρία, τεκμήριο, σημάδι• δείγμα ένδειξη•для -а приведу ряд документов για απόδειξη θα σας προσκομίσω μια σειρά από έγγραφα•
вещественные, -а τα πειστήρια•
я считаю достаточным -ом θεωρώ οτι είναι αρκετό για απόδειξη•
этот поступок служить -ом его честности αυτή η πράξη είναι μαρτυρία της τιμιότητας του•
в доказательство уважения, дружбы σε ένδειξη σεβασμού και φιλίας•
неопровержимые -а αδιάψευστα τεκμήρια•
представление -ств παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων.
2. (μαθ.) απόδειξη•теорема имеет несколько -ств το θεώρημα έχει κάμποσες αποδείξεις.
-
6 знак
-а α.1. σημάδι, σημείο•опознавательные -и τα διακριτικά (γνωρίσματα) αεροσκάφους.
|| μαρτυρία, τεκμήριο, ένδειξη•в знак дружбы σε ένδειξη φιλίας•
молчание знак знак согласия η σιωπή είναι κατάφαση.
2. ίχνος, αχνάρι, πατημασιά• αποτύπωμα•у него остались -и после раны του έμειναν σημάδια από την πληγή.
|| στίγμα, βούλα, κουκίδα.3. οιωνός, προμήνυμα•добрый знак καλό σημάδι•
дурной знак κακό σημάδι.
4. σινιάλο, σήμα•условный знак συμβατικό σήμα•
дать знак δίνω σήμα.
5. συμβολικό σημάδι•иероглифические -и ιερογλυφικά σημάδια•
стенографические -и στενογραφικά σημάδια•
математические -и μαθηματικά σημάδια•
алфавитные -и τα φθογγόσημα.
|| μάρκα, στάμπα•фабричный знак το σήμα της φάμπρικας.
6. βλ. значок.7. νεύμα, γνέμα, γνέψιμο•сделать (подать) знак головой, κάνω νεύμα με το κεφάλι.
εκφρ.- и отличия – τα εύσημα•знак почтовой оплаты – ταχυδρομικό ένσημο•- и различия – διάσημα, γαλόνια•в знак памяти – για ενθύμιο•под -ом – με το σύνθημα.ή με το χαρακτηριστικό γνώρισμα. -
7 изъявление
-я ουδ.εκδήλωση, φανέρωση, εξωτερίκευση, ένδειξη•изъявление благодарности ένδειξη ευγνωμοσύνης•
изъявление чувств εκδήλωση αισθημάτων.
-
8 помета
-ы θ.σημείωση•книга с -ами на полях βιβλίο με σημειώσεις στα περιθώρια.
грамматическая помета γραμματικό σημάδι (ένδειξη)•
стилистическая помета στυλιστικό σημάδι (ένδειξη)•
-
9 глубиномер
ο μετρητής βάθουςрегистрирующий с.-х. - με καταγραφήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > глубиномер
-
10 дощечка
1. (указательная) η πινακίδα 2. (маленькая доска) το (μικρό) σανίδιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дощечка
-
11 замер
1.(процесс измерения) η μέτρηση· - остаточных толщин наружной обшивки судна мор. - του πάχους των εξωτερικών ελασμάτων του σκάφους, - посадки концевого вала мор. - της πτώσης του τελικού άξονα 2. (отметка на шкале) η ένδειξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > замер
-
12 зашкаливание
(прибора) η ένδειξη (του οργάνου) εκτός κλίμακας (μετά το επιτρεπόμενο όριο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зашкаливание
-
13 индикация
η ένδειξη, визуальная - οπτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индикация
-
14 отсчёт
1. (показание) η ένδειξη 2. (действие) η μέτρηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отсчёт
-
15 показание
1. (прибора, термометра) η ένδειξη 2. юр. η κατάθεσ/η * давать - я καταθέτω, δίνω -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показание
-
16 указание
1. (сведение, сообщение) η ένδειξη 2. (инструкция, совет, замечание) η οδηγί/α, η κατεύθυνση, η υπόδειξηнеправильные - я λανθασμέ-νες/λάθος - εςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > указание
-
17 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
18 знак
знакм1. τό σημείο[ν], τό σημάδι:\знак равенства мат τό σημείον ἰσον \знаки препинания τά σημεία στίξεως, τά σημεία τής στίξης· восклицательный \знак τό θαυ-μαστικό[ν]· вопросительный \знак τό ἐρωτη-ματικό[ν]· дорожный \знак τό σήμα τής τροχαίας· водяной \знак τό ὑδάτινο σημείο (στό χάρτη)·2. (признак):\знаки внимания ἡ ἐνδειξη προσοχής· молчание · \знак согласия ἡ σιωπή σημαίνει κατάφαση· в \знак дружбы είς ἔνδειξιν φιλίας·3. (сигнал) τό σημεῖο[ν], τό σύνθημα, τό σινιάλο:условный \знак τό συμβατικό σημείο· \знак бедствия τό σημεῖον κινδύνου· подавать \знаки рукой δίνω σημείο (или κάνω σινιάλο) μέ τό χέρι·4. (предзнаменование) ὁ οίωνός, τό σημάδι:это дурной \знак αὐτό εἶναι κακός οίωνός, αὐτό εἶναι κακό σημάδι· ◊ фабричный \знак ἡ μάρκα (или τό σήμα) τοῦ ἐργοστασίου· Знак почета (орден) τό παράσημον τιμής· \знаки отличия воен. τά διακριτικά· денежный \знак τό τραπεζογραμμάτιον, τό χαρτονόμισμα знакомить несов1. (кого-л. с кем-л.) γνωρίζω (μετ.) / συνιστώ, συστήνω (представлять кого-л.)·2. (с чем-л.) γνωρίζω / κατατοπίζω, ἐνημερώνω, καθιστώ ἐνήμερο[ν] (с обстановкой, положением и т. п.). -
19 признак
признакм τό σημεῖο[ν], ἡ ἔνδειξη [-ις], τό γνώρισμα, τό σημάδι / τό σύμπτωμα (симптом):он не подает \признаков жизни δεν δίνει πιά σημεία ζωής. -
20 приметца
приметцаж1. τό σημάδι, τό σημείο(ν), ἡ ἔνδειξη [-ις]; особые \приметцаы τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά·2. (у суеверных людей) ὁ οίωνός, τό σημάδι:дурная \приметца ἡ κακο-σημαδιά, ὁ κακός οίωνός· ◊ иметь кого-л. на \приметцае разг προσέχω, παρακολουθώ κάποιον иметь что́-л. на \приметцае ἔχω κάτι ὑπ' ὅψη.
См. также в других словарях:
ένδειξη — η 1. δείξη, δείξιμο, σημείο, σημάδι: Το δώρο είναι ένδειξη φιλίας ή αγάπης. 2. στοιχείο που φανερώνει με πιθανότητα την αλήθεια πράγματος ή γεγονότος (σε αντιδιαστολή με την απόδειξη): Υπάρχουν ενδείξεις για την ενοχή του, αλλά καμιά απόδειξη. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ένδειξη — η (AM ἔνδειξις) δείγμα, τεκμήριο («εις ένδειξιν φιλίας») νεοελλ. 1. ειδική συνθήκη, ύπαρξη στοιχείων κατά την οποία κρίνεται επωφελής η χορήγηση φαρμάκου ή η εφαρμογή θεραπευτικών μεθόδων 2. πραγματικό περιστατικό, το οποίο μόνο του ξεχωριστά ή… … Dictionary of Greek
ἐνδείξῃ — ἐνδείξηι , ἔνδειξις indication fem dat sg (epic) ἐνδείκνυμι mark aor subj mid 2nd sg ἐνδείκνυμι mark aor subj act 3rd sg ἐνδείκνυμι mark fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωτικό σημείο — Ένδειξη –όπως ένας σφυγμός, ένας χτύπος καρδιάς, μία συστολή της κόρης, μία κίνηση αναπνοής του στήθους– ότι το άτομο είναι ακόμη ζωντανό … Dictionary of Greek
φωτοχημεία — Μέρος της κινητικής χημείας, που αφορά τις χημικές αντιδράσεις οι οποίες προκαλούνται ή επηρεάζονται από την έκθεση ενός συστήματος σε μια ακτινοβολία. Η προσφυγή στον όρο ακτινοβολία είναι για να υποδηλωθούν, σύμφωνα με τις πλέον σύγχρονες… … Dictionary of Greek
αντένδειξη — η (Α ἀντένδειξις) ένδειξη για το αντίθετο, ένδειξη η οποία αντιτίθεται σε άλλη ένδειξη μσν. αλλαγή ένδειξης ή ονομασίας … Dictionary of Greek
ευχαριστήριος — α, ο (ΑΜ εὐχαριστήριος, ον [ευχαριστώ] 1. αυτός που εκφράζει ευχαριστίες, που ανήκει στην ευχαριστία, που λέγεται ή γίνεται σε ένδειξη ευχαριστίας 2. το ουδ. εν. ως ουσ. το ευχαριστήριο(ν) λόγος ή ευχή σε ένδειξη ευχαριστίας, ύμνος ευχαριστίας,… … Dictionary of Greek
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek