Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ένδειξη

См. также в других словарях:

  • ένδειξη — η 1. δείξη, δείξιμο, σημείο, σημάδι: Το δώρο είναι ένδειξη φιλίας ή αγάπης. 2. στοιχείο που φανερώνει με πιθανότητα την αλήθεια πράγματος ή γεγονότος (σε αντιδιαστολή με την απόδειξη): Υπάρχουν ενδείξεις για την ενοχή του, αλλά καμιά απόδειξη. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ένδειξη — η (AM ἔνδειξις) δείγμα, τεκμήριο («εις ένδειξιν φιλίας») νεοελλ. 1. ειδική συνθήκη, ύπαρξη στοιχείων κατά την οποία κρίνεται επωφελής η χορήγηση φαρμάκου ή η εφαρμογή θεραπευτικών μεθόδων 2. πραγματικό περιστατικό, το οποίο μόνο του ξεχωριστά ή… …   Dictionary of Greek

  • ἐνδείξῃ — ἐνδείξηι , ἔνδειξις indication fem dat sg (epic) ἐνδείκνυμι mark aor subj mid 2nd sg ἐνδείκνυμι mark aor subj act 3rd sg ἐνδείκνυμι mark fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικό σημείο — Ένδειξη –όπως ένας σφυγμός, ένας χτύπος καρδιάς, μία συστολή της κόρης, μία κίνηση αναπνοής του στήθους– ότι το άτομο είναι ακόμη ζωντανό …   Dictionary of Greek

  • φωτοχημεία — Μέρος της κινητικής χημείας, που αφορά τις χημικές αντιδράσεις οι οποίες προκαλούνται ή επηρεάζονται από την έκθεση ενός συστήματος σε μια ακτινοβολία. Η προσφυγή στον όρο ακτινοβολία είναι για να υποδηλωθούν, σύμφωνα με τις πλέον σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • αντένδειξη — η (Α ἀντένδειξις) ένδειξη για το αντίθετο, ένδειξη η οποία αντιτίθεται σε άλλη ένδειξη μσν. αλλαγή ένδειξης ή ονομασίας …   Dictionary of Greek

  • ευχαριστήριος — α, ο (ΑΜ εὐχαριστήριος, ον [ευχαριστώ] 1. αυτός που εκφράζει ευχαριστίες, που ανήκει στην ευχαριστία, που λέγεται ή γίνεται σε ένδειξη ευχαριστίας 2. το ουδ. εν. ως ουσ. το ευχαριστήριο(ν) λόγος ή ευχή σε ένδειξη ευχαριστίας, ύμνος ευχαριστίας,… …   Dictionary of Greek

  • πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… …   Dictionary of Greek

  • φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»