-
1 έναντι
[энанди] ουσ. о. / εΚίρ. задаток, аванс,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έναντι
-
2 ссуда
το δάνει/οдолевая - (μεγάλου ποσού), χορηγούμενο υπό πολλών τραπεζώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ссуда
-
3 выдача
1. (сигнала и т.п.) η παραγωγή, το δόσιμο 2. (оборудования, имущества, инструмента) η παράδοση 3. (выработка на-гора) η παραγωγή 4. (патента и т.п.) η χορήγησ/ηотказ в - е патента άρνηση για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσηςотказывать в - е кредита αρνούμαι για - δανείου/πίστωσηςпошлина за - у патента φόρος για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσης5. (вручение, передача, возврат) η παράδοσ/η, η έκδοσηотказывать в - е визы αρνούμαι για παραχώρηση άδειας εισόδου/βίζας6. (распределе-ние) η διανομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдача
-
4 платёж
η πληρώ μ/ή, η καταβολή του τιμήματοςв иностранной валюте - σε ξένο νόμισμα, выдача документов против - а έγγραφα έναντι - ήςналоженным - ом - με αντικαταβολή (C.O.D.)невзысканный - απλήρωτος -, εκκρεμής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > платёж
-
5 виброизоляция
η προστασία/«μόνωση» (μηχανών) έναντι δονήσεων/κραδασμών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виброизоляция
-
6 жертвовать
θυσιάζω-качеством ради количества - την ποιότητα έναντι της ποσότητας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жертвовать
-
7 платить
πληρώνω- в течение... дней после подписания контракта - εντός διαστήματος... ημερών από την υπογραφή της συμφωνίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > платить
-
8 противолежать
βρίσκομαι/τίθεμαι ένα-ντί/απέναντί του- щий αντικρυνός, ο ευρισκόμενος απέναντι/έναντιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > противолежать
-
9 расчёт
1. (подсчёт необходимых данных) о υπολογισμός, ο λογαριασμός- платы за простой - πληρωμής της υπερα-ναμονής, οι επισταλίες2. (определение условий прочности, жёсткости) η ανάλυση, η δοκιμή 3. (конструирование) о υπολογισμός, η μελέτη 4. (оплата) η πληρωμή, η εξόφλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расчёт
-
10 счёт
1. (подсчёт) о λογαριασμός, ο υπολογισμός 2. (квитанция) о λογαριασμός, (чек) η απόδειξη 3. (в банке) о λογαρια-σμ/όςзакрытый - προθεσμιακός -, κλειστός -контокорент-ный - см. текущий -личный - ατομικός -, ιδιωτικός -отдельный - см. особый -4. (накладная) το τιμολόγι/ο 5. (груза) мор. η καταμέτρηση των εμπορευμάτων 6. (результат подсчетов, вычислений) ο υπολογισμός 7. -а (бухг.) (финансовые операции, документы) οι λογαριασμοί 8. муз. о χρόνος 9. (в спорте) το αποτέλεσματο σκορ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт
-
11 счёт-фактура
το (εμπορικό) τιμολόγι/οРусско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт-фактура
-
12 течение
το ρεύμα, η ροήламинарное - η γραφική/ομαλή/στρωτή ροήморское - θαλάσσιο/ωκεάνιο -стационарное - σταθερό/αμετάβλητο -турбулентное - η (τε)τα-ραγμένη/στροβιλώδης/τυρβώδης ροήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > течение
-
13 экспорт
οι εξαγωγ/ές (πλ.)вопросы - а θέματα/προβλήματα - ώνобъём - а όγκος/πο-σότητα των - ώνбросовый торг. - το ντάμπιγκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспорт
-
14 зачет
зачетм1. ὁ καταλογισμός, ἡ καταχώ-ρηση [-ις]:внести́ сумму в \зачет платежа καταβάλλω ποσό Εναντι τῶν πληρωμῶν·2. (в учебном заведении) ἡ ἐξέταση [-ις], ἡ δοκιμασία:получить (или сдавать) \зачет δίδω ἐξετάσεις. -
15 вразрез
[βραζριές] επίρ. έναντι -
16 вразрез
[βραζριές] επίρ έναντι -
17 взамен
1. επίρ.σε αντάλλαγμα, αντ’ αυτού, έναντι, σε αντικατάσταση.2. προθ. αντί•взамен любви, слова αντί γι’ αγάπη, λόγια.
-
18 напротив
επίρ. κ. πρόθ.1. έναντι, απέναντι, αντίκρυ•прямо напротив ακριβώς απέναντι, κατάντικρυ, βιζαβί.
2. άλλως, αλλιώς, αλλιώτικα αντίθετα, τουναντίον, απεναντίας•я полагал -εγώ υπέθετα αντίθετα•
здесь плохо?, хорошо εδώ είναι, άσχημα; напротив τουναντίον, καλά.
-
19 против
σύνδ.1. απέναντι, έναντι, αντίκρυ•-дома стоит высокое дерево απέναντι από το σπίτι υπάρχει ψηλό δέντρο.
2. κατά, προς•смотреть против солнца κοιτάζω κατά τον ήλιο.
|| παρά, χωρίς•против воли отца παρά τη θέληση του πατέρα•
против моего желания παρά την επιθυμία μου.
|| ενάντια, αντίθετα, κόντρα•ты не дспротив лжен идти против родителей δεν πρέπει να πηγαίνεις ενάντια προς τους γονείς.
3. αντίθετα•плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα•
против ветра αντίθετα προς τον άνεμο.
4. κατά, για•лекарство против кашля φάρμακο για το βήχα.
|| κατά, παρά•ошибка против языка, против грамматики λάθος γλωσσικό, γραμματικό.
5. κατά, εναντίον•десять шансов против одного δέκα πιθανότητες κατά μιας.
εκφρ.я не против – δεν είμαι ενάντιος, δεν έχω αντίρρηση.
См. также в других словарях:
ἔναντι — in the presence of indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έναντι — (AM ἔναντι) επίρρ. απέναντι, αντίκρυ, αγνάντια, ενώπιον («ἰδού ἡ γυνή σου ἔναντί σου», ΠΔ Γέν.) νεοελλ. 1. εν συγκρίσει, σχετικά με 2. (λογιστ.) απέναντι, σε αντίκρισμα («έδωσε μια προκαταβολή έναντι όλου τού ποσού», «έναντι λογαριασμού») … Dictionary of Greek
έναντι — επίρρ. 1. απέναντι, αντίκρυ: Η τράπεζα βρίσκεται έναντι. 2. σε αντίκρισμα, απέναντι: Πήρε προκαταβολή έναντι του μισθού του. 3. (σε σύγκριση), σχετικά με: Έναντι του αδελφού του υστερεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναντί' — ἐναντία , ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc pl ἐναντίε , ἐναντίος opposite masc voc sg ἐναντίαι , ἐναντίος opposite fem nom/voc pl ἐναντίᾱͅ , ἐναντίος opposite fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντίωται — ἐναντί̱ωται , ἐν , ἀντί ἰόομαι become perf ind mp 3rd sg ἐναντί̱ωται , ἐν , ἀντί ἰόω become perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… … Dictionary of Greek