έμφυτος
1ἔμφυτος — inborn masc/fem nom sg …
2έμφυτος — η, ο (AM ἐμφυτος, ον) εγγενής, σύμφυτος, φυσικός («ἔμφυτον μαντικήν εἶχε», Ηροδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έμφυτος γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών τευθρηνιδών αρχ. 1. αυτός που υπάρχει από τον θεό 2. κατάφυτος. επίρρ... εμφύτως με… …
3έμφυτος — η, ο επίρρ. α μτφ., που σαν να είναι φυτεμένος, που δεν αποχτιέται με την πείρα ή τη διδασκαλία, φυσικός: Έμφυτη καλοσύνη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐμφύτως — ἔμφυτος inborn adverbial ἔμφυτος inborn masc/fem acc pl (doric) …
5ἔμφυτον — ἔμφυτος inborn masc/fem acc sg ἔμφυτος inborn neut nom/voc/acc sg ἔμφῡτον , ἐμφύω implant aor imperat act 2nd dual ἔμφῡτον , ἐμφύω implant aor ind act 2nd dual (homeric ionic) …
6ἐμφύτοις — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut dat pl …
7ἐμφύτου — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut gen sg …
8ἐμφύτους — ἔμφυτος inborn masc/fem acc pl …
9ἐμφύτων — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut gen pl ἐμφύ̱των , ἐμφύω implant aor imperat act 3rd dual …
10ἐμφύτῳ — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut dat sg …