έμπιστος
51Μενσικόφ, Αλεξάντρ Ντανίλοβιτς — (Aleksandr Danilovich Menshikov, περ. 1670 – Μπερέζοβο 1729). Ρώσος στρατιωτικός και πολιτικός. Αν και ήταν ταπεινής καταγωγής και ολιγογράμματος, ο Μ. εξελίχθηκε σε μία από τις γραφικότερες και πιο αξιοπερίεργες μορφές της ιστορίας της τσαρικής… …
52Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …
53Ουμβέρτος — I (Umberto). Βενεδικτίνος μοναχός, έμπιστος του πάπα Λέοντα Θ’. Εξελέγη αρχιεπίσκοπος Σικελίας το 1050 και τον επόμενο χρόνο καρδινάλιος και επίσκοπος της Σίλβα Κάνπτα. Το 1053 ήταν κοντά στον επίσκοπο της Τράνης Ιωάννη, όταν έμαθε για την… …
54Σταυράκιος — I Βυζαντινός αυτοκράτορας (811), γιος του Νικηφόρου A’ (803 812) και συμβασιλέας εκείνου (804 811). Ανέβηκε στο βασιλικό θρόνο στις 25 Ιουλίου 811, μετά τη δολοφονία του πατέρα του από τον Κρούμο. Η βασιλεία του ήταν πολύ σύντομη, γιατί τρεις… …
55Τσάκας, Αθανάσιος — (Μοναστηράκι Αγράφων 1779 – Παρνασσός 1851). Κλεφταρματολός και αγωνιστής, ο οποίος είναι γνωστότερος με την προσωνυμία Γερο Τσάκας. Πολύ νέος έγινε κλέφτης στο σώμα του Κατσαντώνη και διακρίθηκε για την ανδρεία του σε διάφορες μάχες. Στην… …
56Χαλέτ εφέντης — Τούρκος πολιτικός, ευνοούμενος και έμπιστος του σουλτάνου Μαχμούτ B’. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τις πρώτες ημέρες της Ελληνικής Επανάστασης. Μπήκε από πολύ νέος στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης ως ιδιαίτερος γραμματέας του σφραγιδοφύλακα του …
57(ε)μπιστεύομαι — (ε)μπιστεύτηκα, μπιστεμένος, μτβ. και αμτβ. 1. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον: Δεν τον εμπιστεύομαι. 2. λέω ή παραδίνω κάτι σε κάποιον εμπιστευτικά: Μου εμπιστεύτηκε το μυστικό του. 3. η μτχ. πρκ. ως επίθ., μπιστεμένος, η, ο έμπιστος, αφοσιωμένος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
58μπεσαλής — ο πληθ. ήδες, θηλ. ού (λ. αλβαν.), άνθρωπος άξιος εμπιστοσύνης, έμπιστος, τίμιος: Οι συνεργάτες μου είναι όλοι μπεσαλήδες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
59πιστός — ή, ό 1. αυτός που πιστεύει κάπου, ο αφοσιωμένος, έμπιστος: Έμεινε σ όλη τη ζωή του πιστός σύντροφος της γυναίκας του. 2. ακριβής: Πιστή αντιγραφή, μετάφραση κτλ. 3. στον πληθ. ως ουσ., οι αφοσιωμένοι στο θεό, στη θρησκεία τους, οι αληθινοί… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
60υπασπιστής — ο θηλ. ίστρια αξιωματικός τοποθετημένος ως έμπιστος ακόλουθος και γραμματέας στρατιωτικού αρχηγού, βασιλιά ή προέδρου δημοκρατίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)