έμπιστος
21πιστολογευτής — ὁ, Α έμπιστος εισπράκτορας χρεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστός + λογευτής «συλλέκτης φόρων» (< λογεύω)] …
22πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… …
23πολύπιστος — ον, Α έμπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πιστός (πρβλ. αξιό πιστος)] …
24σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …
25σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …
26υπασπιστής — ο / ὑπασπιστής, ΝΜΑ, θηλ. υπασπίστρια Ν νεοελλ. 1. αξιωματικός τοποθετημένος ως έμπιστος ακόλουθος και γραμματέας ανώτερου στρατιωτικού διοικητή, ιδίως αρχηγού επιτελείου 2. ανώτερος αξιωματικός που συνοδεύει τιμητικά τον αρχηγό τού κράτους… …
27φιλομύστης — ὁ, Μ αυτός που πρόθυμα γίνεται έμπιστος φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μύστης «έμπιστο πρόσωπο, οπαδός, μαθητής»] …
28χρηστόφιλος — ον, Α 1. αυτός που έχει χρηστούς φίλους 2. έμπιστος φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + φίλος (< φίλος*), πρβλ. πονηρό φιλος] …
29ψυχογιός — ο, Ν 1. θετός γιος 2. νεαρός υπάλληλος 3. (στην τουρκοκρατία) έμπιστος ακόλουθος αρματολού ή αρχηγού τών κλεφτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + γιος] …
30Αγραφιώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τα Άγραφα. Προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Αγώνα ως αρχηγός ομάδας από περίπου 15 αγωνιστές. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από την Καρδίτσα. Πήρε μέρος στις μάχες γύρω από την περιοχή των Αγράφων… …