έλευθεριών

  • 61Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 62Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …

    Dictionary of Greek

  • 63ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… …

    Dictionary of Greek

  • 64Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …

    Dictionary of Greek

  • 65Έρσκιν, Τόμας — (Τhomas Erskine, 1750 – 1764). Άγγλος δικηγόρος. Διακρίθηκε ως συνήγορος σε διάφορες υποθέσεις για την υπεράσπιση των ελευθεριών του ατόμου. Ο Έ. άρχισε τη σταδιοδρομία του στο πολεμικό ναυτικό, αλλά σύντομα παραιτήθηκε από το ναυτικό και… …

    Dictionary of Greek

  • 66ιδιώνυμο αδίκημα — Αδίκημα που στοιχειοθετείται ως ιδιαίτερη μορφή ενός άλλου αδικήματος. Για παράδειγμα, το ι.α. της επιταγής αποτελεί ιδιαίτερη μορφή του εγκλήματος της απάτης· αντίστοιχα, η υφαίρεση είναι υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών. Ο χαρακτηρισμός ι.α.… …

    Dictionary of Greek

  • 67Καφαντάρης, Γεώργιος — (Φραγκίστα Ευρυτανίας 1873 – Αθήνα 1946). Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στο Μεσολόγγι και στο Καρπενήσι, ασχολήθηκε παράλληλα με οικονομικές μελέτες και πολιτεύτηκε πρώτη φορά το 1902, ενώ το… …

    Dictionary of Greek

  • 68Κόσιτσε — (Kόsice). Πόλη (236.093 κάτ. το 2001) της Σλοβακίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Κοσικί (6.753 τ. χλμ., 766.012 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Χόρναντ, στους πρόποδες των Καρπαθίων. Διαθέτει καλό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο και… …

    Dictionary of Greek

  • 69Κόσουτ, Λάγιος — (Lajos Kossuth, Μόνοκ 1802 – Τορίνο 1894). Ούγγρος πολιτικός και μεταρρυθμιστής. Σπούδασε στο Σαροσπατάκ και στη Βουδαπέστη και μετά από σύντομη ενασχόληση με τη δικηγορία ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως μέλος της ουγγρικής Δίαιτας το 1825.… …

    Dictionary of Greek

  • 70Κουιντιλιανός — (Marcus Fabius Quintilianus, Καλάουρις, Ισπανία, περ. 40 – 95 μ.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας. Αφού άσκησε για ένα διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου, ίδρυσε στη Ρώμη σχολή ρητορικής. Έγραψε μια σύντομη πραγματεία, που δεν διασώζεται, για τα αίτια της… …

    Dictionary of Greek