έλευθεριών

  • 31καφωδείο — Καφενείο στο οποίο μουσικοί και τραγουδιστές εκτελούσαν διάφορες ελαφρές μουσικές συνθέσεις (γαλλ. café chantant, καφέ σαντάν). Δημιουργήθηκε τον 18o αι. στη Γαλλία και για πολλά χρόνια αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο στην ψυχαγωγία όχι μόνο των… …

    Dictionary of Greek

  • 32κοκότα — η γυναίκα ελευθέριων ηθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cocotte «πουλάδα»] …

    Dictionary of Greek

  • 33κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 34κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …

    Dictionary of Greek

  • 35νεοφασισμός — ο πολιτική και ιδεολογική κίνηση που εμφανίζεται σε χώρες τής Δυτικής Ευρώπης και επιδιώκει την επανεκτίμηση και αναβίωση τού φασισμού, υιοθετώντας στο πρόγραμμά του τις βασικότερες αρχές του, όπως είναι ο σωβινισμός, ο ολοκληρωτισμός, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 36ντάμα — η (Μ ντάμα και ντάμε και τάμου και δαμού) (κυρίως, ως τιμητικός τίτλος) κυρία, δέσποινα («αφότου εγρικησεν η ντάμα Μαργαρίτα», Χρον. Μoρ.) νεοελλ. 1. γυναικεία φιγούρα στα χαρτιά τής τράπουλας 2. παντρεμένη ή ανύπαντρη γυναίκα η οποία συνοδεύεται …

    Dictionary of Greek

  • 37παξιμάδα — Όνομα μικρών ελληνικών νησιών. 1. Μικρό νησί στο Κρητικό πέλαγος στα βόρεια του κόλπου της Σητείας. Είναι το βορειότερο των Διονυσάδων. 2. Νησί στον δίαυλο μεταξύ των νησιών Σκιάθος και Σκόπελος. Απέχει 1,5 μίλια από τη Σκόπελο. 3. Νησί σε… …

    Dictionary of Greek

  • 38παξιμαδοκλέφτης — ο, θηλ. παξιμαδοκλέφτρα 1. αυτός που κλέβει τα παξιμάδια 2. (το αρσ.) προσωνυμία τού Αγίου Νικολάου («Άι Νικόλας ο παξιμαδοκλέφτης» λεγόταν σε περιπτώσεις μακράς νηνεμίας, λόγω τής οποίας ακινητοποιούνταν τα πλοία και έτσι εξαντλούνταν τα εφόδια… …

    Dictionary of Greek

  • 39παστρικός — ή, ό, θηλ. και ιά 1. ο χωρίς βρομιές, καθαρός 2. μτφ. αγνός, άσπιλος, άψογος («έχει το μέτωπο παστρικό») 3. (μτφ. ειρωνικά) κακοήθης, φαύλος («παστρικό υποκείμενο») 4. το θηλ. ως ουσ. η παστρική πόρνη που δεν πάσχει από αφροδίσιο νόσημα 5. το θηλ …

    Dictionary of Greek

  • 40πεταλουδίτσα — η, Ν 1. μικρή πεταλούδα 2. χαριτωμένο κοριτσάκι 3. φρ. «πεταλουδίτσα τής νύχτας» νεαρή γυναίκα ελευθέριων ηθών …

    Dictionary of Greek