έλευθεριών

  • 21δήμιος — ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, ον και δάμιος, ον και δάμιος, ία, ιον) ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινής μσν. νεοελλ. αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής νεοελλ. 1. ο φονιάς 2. αυτός που αποφασίζει και… …

    Dictionary of Greek

  • 22δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… …

    Dictionary of Greek

  • 23ελεύθερος — και λεύθερος και λεύτερος, η, ο (AM ἐλεύθερος, α, ον και ἐλεύθερος, ον) 1. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου 2. (για τόπο ή χώρα) εκείνος που δεν υπάγεται σε ξένη εξουσία, δεν βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία ή… …

    Dictionary of Greek

  • 24ελπίς — I Θεότητα, προσωποποίηση της ελπίδας στην αρχαία Ελλάδα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Ε., μαζί με την Τύχη και την Ειρήνη, ήταν κόρες του Δία και της Πίστης. Ο Ησίοδος την αναφέρει στον μύθο της Πανδώρας, η οποία, αφού άνοιξε τον πύξο απ’ όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 25εξαπολύω — και αξαπολυώ και ξαπολυώ (Μ ἐξαπολύω και [ἐ]ξαπολῶ και ἀξαπολῶ) δίνω άφεση, παρέχω ελευθερία νεοελλ. απευθύνω κάτι κακό (κυρ. βρισιές, λίβελλο κ.λπ.) εναντίον κάποιου («εξαπέλυσε λίβελλο εναντίον του») νεοελλ. μσν. 1. αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω… …

    Dictionary of Greek

  • 26ζιγκολέτ — και ζιγκολέτα, η κορίτσι τού δρόμου, νέα γυναίκα ελευθέριων ηθών, που συναναστρέφεται με κακοποιά στοιχεία, απάχισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gigolette, θηλ. τού gigolo] …

    Dictionary of Greek

  • 27ημίκοσμος — ο ο κόσμος τών ελευθέριων γυναικών, η κοινωνική μερίδα τών γυναικών με ύποπτη ηθική, ο υπόκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. demi monde. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 28θυμελικός — ή, ό (ΑΜ θυμελικός, ή, όν) [θυμέλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στη θυμέλη, σκηνικός, θεατρικός μσν. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυμελική η θεατρίνα, η γυναίκα ελευθέριων ηθών 2. ηθοποιός, υποκριτής αρχ. 1. (για παραστάσεις, μουσική, όρχηση… …

    Dictionary of Greek

  • 29κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …

    Dictionary of Greek

  • 30κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …

    Dictionary of Greek