έλευθεριών

  • 11προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… …

    Dictionary of Greek

  • 12Ούγος του Αγίου Βίκτορα — (Σαξονία περ. 1096 – Παρίσι 1141). Γερμανός θεολόγος. Εισήλθε περίπου το 1115 1118 στο μεγάλο εκείνο κέντρο μυστικιστικής σκέψης του 12ου αι., που ήταν το παρισινό αβαείο των μοναχών του Αγίου Βίκτωρα, όπου υπήρξε μαθητής του Γουλιέλμου του Σαμπώ …

    Dictionary of Greek

  • 13Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …

    Dictionary of Greek

  • 14ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …

    Dictionary of Greek

  • 15Πλαταιές — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στα σύνορα με την Αττική, μεταξύ των βόρειων κλιτύων του Κιθαιρώνα και του ποταμού Ασωπού. Από τα λίγα ευρήματα προκύπτει ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή. Στους ιστορικούς χρόνους, οι Π.… …

    Dictionary of Greek

  • 16αγησίλαος — I Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Α. Α’ (10ος 9ος αι. π.Χ.). Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Κατά τον Παυσανία, στα χρόνια του εφαρμόστηκαν οι νόμοι του Λυκούργου. Κατά τον Απολλόδωρο, βασίλευσε από το 920 έως το 877 …

    Dictionary of Greek

  • 17αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …

    Dictionary of Greek

  • 18αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …

    Dictionary of Greek

  • 19αρτίστας — ο (θηλ., αρτίστα, η) 1. ο καλλιτέχνης (κυρίως του ελαφρού ή του μουσικού θεάτρου) 2. θηλ. αρτίστα (Ευφημ.) γυναίκα ελευθερίων ηθών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά του ιταλ. artista «καλλιτέχνης»] …

    Dictionary of Greek

  • 20ασπίτωτος — η, ο [σπιτώνω] 1. ο άσπιτος, ο άστεγος 2. (για γυναίκα ελευθερίων ηθών) που δεν έχει σπιτωθεί, που δεν την έχει εγκαταστήσει κάπου ο «προστάτης» της …

    Dictionary of Greek