έλενηφόρια

  • 1ελενηφόρια — ἑλενηφόρια και Ἑλενοφόρια, τα (Α) γιορτή προς τιμή τής Βραυρωνίας Αρτέμιδος …

    Dictionary of Greek

  • 2ελένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βλ. λ. Ελένη, Ωραία. 2. Κόρη της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. 3. Κόρη της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο. Τη σκότωσε ο ετεροθαλής αδελφός της, Ορέστης. 4. Κόρη του Επιδαμνίου, που υπηρετούσε την Αφροδίτη ως… …

    Dictionary of Greek

  • 3ελενοφόρια — τα βλ. ελενηφόρια …

    Dictionary of Greek