-
1 έκταση
[эктаси] ουσ. Θ. протяжение, пространство,εκ.έλεση [эктэлэси] ουσ. Θ. выполнение, казнь,εκ.ελεστικός [эктэлэсгикос] εχ. исполнительный,εκ.ελώ [эктэло] р. выполнять, казнить.εκ.ίμηση [эктимиси] ουσ. Θ. оценка, почитание, уважение,εκ.ιμητής [эктимитис] ουσ. а. оценщик.εκ.ιμώ [эктимо] р. оценивать, почитать, уважать,εκ.όξευση [ектоксефси] ουσ. Θ. метаниеεκ.οξεύω [эктоксэво] р. бросать, метать,εκ.οπίζω [эктопизо] р. смещать, перемещать,εκ.όπιση [эктописи] ουσ. Θ. смещение, перемещение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έκταση
-
2 размер
размерм1. (величина) τό μέγεθος, ἡ ἔκταση [-ις]:стол \размером в метр τραπέζι μεγέθους ἐνός μέτρου· \размер комнаты οἱ διαστάσεις τοῦ δωματίου· \размер заработной платы τό ποσόν τοῦ μισθοῦ·2. (мерка, номер) ὁ ἀριθμός, τό νούμερο:\размер ботинок τό νούμερο (или ὁ ἀριθμός) τῶν παπουτσιών3. (степень) Ί\ ἔκταση:\размер бедствия ἡ ἔκταση καταστροφής· в небольших \размерах σέ μικρή ἔκταση· в широких \размер"ах σέ μεγάλη ἔκταση·4. (стиха) τό μέτρο[ν]·5. муз. ὁ χρόνος. -
3 протяжение
-я ουδ.έκταση•протяжение в длину έκταση σε μήκος•
протяжение в ширину έκταση σε πλάτος•
на всм -и σε όλη την-έκταση,
εκφρ.на -и – στη διάρκεια•на -и много лет – στη διά.ρκεια πολλών χρόνων. -
4 размах
размахм1. (величина колебания, качания) ἡ δόνηση [-ις], ἡ ταλαντευση·2. (сила взмаха) ἡ ὁρμή, ἡ φόρα:со всего \размаху μ΄ ὅλη τήν ὁρμή· ударить с \размаху χτυπώ μ'ὅλη τή δύναμη·3. (крыльев, рук и т. п.) τό ἄνοιγμα· 4· (деятельности и т. л.) ἡ ἔκταση [-ις], ἡ εὐρύτητα, τό εὐρος:\размах реюлюцио́нного движения ἡ ἔκταση τοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήματος· широкий \размах строительства ἡ εὐρεία ἔκταση τής ἀνοικοδόμησης. -
5 площадь
1. (пространство земли, предназначенное для чего-л или занимаемое чем-л) о χώρος, η έκταση, η επιφάνειαполезная - (в доме квартире) χρήσιμος -, κατοικίσιμος -посевная - της σποράς, производственная - παραγωγής (του εργοστασίου)2. тех. η επιφάνεια, η έκτασηлобовая - ав. μετωπική -3. (напр. города или села) η πλατεία 4. мат. το εμβαδόνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > площадь
-
6 масштаб
-
7 площадь
площадь ж 1) η πλατεία 2) (поверхность ) η επιφάνεια- η έκταση (пространство)* * *ж1) η πλατεία2) ( поверхность) η επιφάνεια; η έκταση ( пространство) -
8 пространство
пространство с η έκταση· το διάστημα (космическое) · безвоздушное \пространство το κενό' воздушное \пространство ο εναέριος χώρος* * *сη έκταση; το διάστημα ( космическое)безвозду́шное простра́нство — το κενό
возду́шное простра́нство — ο εναέριος χώρος
-
9 протяжение
протяжение с η έκταση ◇ на \протяжениеи... σε διάρκεια...* * *сη έκταση••на протяже́нии… — σε διάρκεια…
-
10 размах
-
11 размер
размер м 1) (величина) το μέγεθος· η έκταση (масштаб) 2) (номер) о αριθμός, το νούμερο (обуви)' το μέγεθος (одежды) ◇ в двойном \размере διπλά* * *м••в двойно́м разме́ре — διπλά
-
12 объем
объемм1. ὁ ὀγκος:\объем ку́ба ὁ ὀγκος κύβου·2. перен τό μέγεθος, ἡ ἐκταση:\объем знаний ἡ Εκταση τῶν γνώσεων· \объем промышленной проду́кции ἡ ποσότητα τῶν βιομηχανικών προϊόντων. -
13 массив
-а α.όγκος• πυκνότητα ογκωδών αντικειμένων•горный массив ορεινός όγκος•
лесной массив δασική έκταση•
земной массив έκταση γης.
εκφρ.жилищный массив – πλήθος ομοιότυπων οικημάτων. -
14 масштабность
-и θ.έκταση, μέγεθος, σημασία•масштабность замыслов η έκταση των σχεδίων (προθέσεων).
-
15 объём
-а α. (κυρλξ. κ. μτφ.) όγκος μέγεθος, έκταση• διάσταση•товиры большого -а εμπορεύματα μεγάλου όγκου (ογκώδη)•
объём воды ο όγκος νερού•
объём работ όγκος εργασιών•
зниний η έκταση των γνώσεων•
объём шара οι διαστάσεις της σφαίρας•
по -у κατά τον όγκο ή κατά το μέγεθος.
-
16 размах
-а α.1. κίνηση• κούνημα• ύψωση, σήκωμα. || η αρχική, κινητήρια στροφή του τροχού.2. άνοιγμα, απόσταση μεταξύ δύο άκρων• έκταση.3. μέγεθος της αιώρησης•размах маятника το μέγεθος της αιώρησης του εκκρεμούς.
4. φόρα, ορμή.5. μτφ. έκταση, εύρος, πλάτος.εκφρ.с -а, с -у – κ. со всего -а με φόρα, με όλη τη φόρα. -
17 растянутость
-и θ.έκταση•растянутость линии обороны έκταση της αμυντικής γραμμής.
-
18 свернуть
-ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. περιτυλίγω•свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.
2. στρίβω, συστρέφω•свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.
3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.
|| καταργώ προσωρινά.4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.5. στρίβω, στρέφω, κόβω•свернуть налево κόβω αριστερά.
6. μτφ. αλλάζω•свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.
7. στρέφω•свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.
|| εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.
8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.
9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•
свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.
εκφρ.свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.
2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•кровь -лась το αίμα έπηξε•
молоко -лось το γάλα έκοψε.
3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.5. καταργούμαι προσωρινά.6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).7. στραβώνω από το χτύπημα.8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.
9. πεθαίνω (από αρρώστεια).10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο). -
19 сфера
-ы θ.1. σφαίρα•земная сфера η γήινη σφαίρα.
2. έκταση•сфера действие артиллерйй-ского огня ακτίνα δράσης των βλημάτων πυροβολικού.
3. τομέας.4. κύκλος, περιβάλλον•высшая сфера οι ανώτεροι κοινωνικοί κύκλοι.
5. μτφ. έκταση ενέργειας, δικαιοδοσίας, επίδρασης.εκφρ.сфера влияния – (πολιτ.) σφαίρα επιρροής. -
20 территория
-и θ.το έδαφος, η γη• περιοχή, έκταση• γήπεδο•территория государства το έδαφος του κράτους•
территория колхоза η περιοχή του κολχόζ•
территория завода χώρος (έκταση) του εργοστασίου.
См. также в других словарях:
έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… … Dictionary of Greek
έκταση — η 1. άπλωμα, τέντωμα: Έκταση των ποδιών. 2. αύξηση των διαστάσεων σε μήκος ή πλάτος ή και στα δύο, επιμήκυνση, διεύρυνση. 3. οι διαστάσεις επιφάνειας, εμβαδό, περιοχή: Η έκταση του οικοπέδου. – Απέραντες εκτάσεις. 4. χρονική διάρκεια: Πήρε έκταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
Γκουάμ — Έκταση 549 τ. χλμ. Πληθυσμός: 157.557 κατ. (2001) Πρωτεύουσα: Αγκάνια (Hagatna)Νησί του βορειοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, που τελεί υπό καθεστώς κτήσης των ΗΠΑ. Έχει συνολική έκταση 549 τ. χλμ. και πληθυσμό 157.557 κατ. (2001) με πυκνότητα 287 κάτ … Dictionary of Greek
δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
λιβάδι — Έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση, είτε αυτοφυή (φυσικά λ.) είτε καλλιεργημένη με σπορά από τον άνθρωπο (τεχνητά λ.). Προορίζεται είτε για βοσκή των ζώων ή κοπή χορτονομής είτε και για τα δύο. Η λιβαδική βλάστηση αποτελεί ένα σύνολο… … Dictionary of Greek
Γουαδελούπη — Έκταση: 1.780 τ. χλμ. Πληθυσμός 435.739 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπας Τερ.Αρχιπέλαγος εννέα νησιών στην ανατολική Καραϊβική θάλασσα, που αποτελεί γαλλικό υπερπόντιο έδαφος. Η συνολική έκταση των νησιών είναι 1.780 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 435.739… … Dictionary of Greek
δενδροκομείο ή δεντροκομείο — Έκταση γης φυτεμένη με δασικά ή καρποφόρα δέντρα, όπως η ελιά, η μηλιά, τα εσπεριδοειδή, η λεύκη, ο σφένδαμος κλπ. Ονομάζεται και δενδρώνας. Τα δέντρα φυτεύονται κατά διάφορα συστήματα διάταξης, κατά γραμμές, ρόμβους ή τετράγωνα. Υπάρχουν δ. με… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek