έκτακτος
1ἔκτακτος — detailed masc/fem nom sg …
2έκτακτος — η, ο (AM ἔκτακτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική σειρά, ως βοηθητικός («έκτακτος υπάλληλος, καθηγητής») 2. ο μη τακτικός, ο μη προβλεπόμενος, απρόβλεπτος, ειδικός, ιδιαίτερος («έκτακτα έξοδα, φόροι») 3.… …
3έκτακτος — η, ο επίρρ. α 1. ο μη τακτικός, που δεν προβλεπόταν: Έκτακτη συνεδρίαση. – Έκτακτα έξοδα. 2. που γίνεται σε εξαιρετικές περιστάσεις, ασυνήθιστος, σπάνιος: Έκτακτο στρατοδικείο. 3. εξαιρετικός, έξοχος, σπουδαίος: Είναι έκτακτος άνθρωπος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἔκτακτον — ἔκτακτος detailed masc/fem acc sg ἔκτακτος detailed neut nom/voc/acc sg …
5ἐκτάκτους — ἔκτακτος detailed masc/fem acc pl …
6ἔκτακτοι — ἔκτακτος detailed masc/fem nom/voc pl …
7Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …
8γρεντής — και γρετής και εγρετής, ο προσωρινός, έκτακτος, αργόμισθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eğreti ή igreti «προσωρινός, έκτακτος» (πρβλ. γρετίδικος)] …
9Διομήδης-Κυριακός — Επώνυμο γνωστής οικογένειας από τις Σπέτσες, μέλη της οποίας διακρίθηκαν κατά τον 19ο και τον 20ό αι. 1. Αλέξανδρος (Αθήνα 1875 – 1950). Οικονομολόγος και πολιτικός. Ήταν γιος του Νικολάου Δ. K. (βλ. 6.). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών… …
10Καψαμπέλης, Εμμανουήλ — (1865 – 1957). Διπλωμάτης. Υπηρέτησε διαδοχικά από το 1893 έως το 1917 στα προξενεία της Θεσσαλονίκης, της Σμύρνης, της Χίου και της Φιλιππούπολης. Το 1917 ανέλαβε τη διεύθυνση της πρεσβείας της Πετρούπολης στον Αρχάγγελο και το 1919 διορίστηκε… …