έκτακτος

  • 91Σεφεριάδης, Στυλιανός — Έλληνας νομομαθής (Σμύρνη 1873 Παρίσι 1951). Έπειτα από λαμπρές σπουδές στο Αιξ (Προβηγκία) και στο Παρίσι ονομάστηκε διδάκτωρ της νομικής σχολής του Παρισιού, με τη διατριβή Κριτική μελέτη περί της θεωρίας της αιτίας (1898). Κατόπιν δικηγόρησε… …

    Dictionary of Greek

  • 92Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… …

    Dictionary of Greek

  • 93Φέρι, Ερρίκος — (Ferri, 1856 – 1929). Ιταλός εγκληματολόγος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Το 1879 έγινε υφηγητής του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας και έκτακτος καθηγητής των ίδιων μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Αργότερα …

    Dictionary of Greek

  • 94Φρέγκε, Γκότλομπ Φρίντριχ — (Frege, Βίσμαρ 1848 – Ιένα 1925). Γερμανός μαθηματικός και φιλόσοφος. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Ιένα και του Γκέτινγκεν όπου βραβεύτηκε το 1873. Εξελέγη έκτακτος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ιένα το 1879 και στη συνέχεια τακτικός το 1895.… …

    Dictionary of Greek

  • 95Φωκάς, Γεράσιμος — (1860 – 1937). Έλληνας χειρουργός από την Κεφαλονιά. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι χρημάτισε υφηγητής της ιατρικής σχολής της γαλλικής πρωτεύουσας (1882 85) και το 1889 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της χειρουργικής στο πανεπιστήμιο της Λίλης.… …

    Dictionary of Greek

  • 96Χατζιδάκις, Γεώργιος — (Μύρθιο, Κρήτη 1848 – Αθήνα 1941). Έλληνας γλωσσολόγος. Αδελφός του Ιωάννη X., ενώ τελείωσε την εγκύκλια μόρφωση του στα 25 του χρόνια (1873), οι λαμπρές πανεπιστημιακές σπουδές του (1873 77) στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και… …

    Dictionary of Greek

  • 97Χρυσοβελώνης — Επώνυμο οικογένειας από τη Χίο. Πολλά μέλη της έχουν να επιδείξουν σημαντική πατριωτική και άλλη δράση. 1. Γεώργιος (1756 1822). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στην Πίζα και εργάστηκε ως γιατρός στη Χίο, όπου μύησε πολλούς στη Φιλική Εταιρεία. Το 1802 …

    Dictionary of Greek

  • 98εξαιρετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αποτελεί εξαίρεση από το κανονικό, ασυνήθιστος, έκτακτος: Εξαιρετική περίπτωση. 2. εξαίρετος, μοναδικός, διακεκριμένος: Εξαίρετος δικηγόρος. 3. υπερβολικός, που είναι πέρα από το μέτρο: Εξαιρετική αυστηρότητα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)