έκτακτος

  • 71Μισελέ, Ζιλ — (Jules Michelet, Παρίσι 1798 – Ιέρ 1874). Γάλλος ιστορικός. Γιος ενός φτωχού τυπογράφου που διαπνέονταν από δημοκρατικές ιδέες και από τις ιδέες του Βολτέρου –η μητέρα του αντίθετα ήταν θρησκόληπτη– κατόρθωσε με δυσκολία να ολοκληρώσει τις… …

    Dictionary of Greek

  • 72Μουλλάς, Παναγιώτης — (Κιλκίς 1935 –). Φιλόλογος, καθηγητής πανεπιστημίου και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως φιλόλογος καθηγητής σε σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης και στη συνέχεια ως… …

    Dictionary of Greek

  • 73Μπαλάνος — Επώνυμο ηπειρωτικής οικογένειας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα χρόνια της τουρκοκρατίας και μετά την απελευθέρωση της χώρας. 1. Αριστείδης (Ιωάννινα 1819 – Αθήνα 1875). Δικηγόρος και πληρεξούσιος Αττικής του 1864, γιος του Κοσμά Μπαλάνου (βλ. λ …

    Dictionary of Greek

  • 74Μπέγερ, Άντολφ φον- — (Adolph von Baeyer, Βερολίνο 1835 – Μόναχο 1917). Γερμανός χημικός, μαθητής του Μπούνσεν και του Κεκιλέ. Δίδαξε μερικά χρόνια στο Βερολίνο, το 1872 ονομάστηκε έκτακτος καθηγητής στο Στρασβούργο και το 1875 μετακλήθηκε στο Μόναχο για να διαδεχτεί… …

    Dictionary of Greek

  • 75Ντρόιζεν, Γιόχαν Γκούσταφ — (Johann Gustav Droysen, Τρέπτοβ, Πομερανία 1808 – Βερολίνο 1884). Γερμανός ιστορικός, θεμελιωτής της λεγόμενης πρωσικής ιστορικής σχολής. Υπήρξε μαθητής του Χέγκελ –του οποίου αποδέχτηκε τη θεωρία περί κράτους– και του Άουγκουστ Μπεκ, διετέλεσε,… …

    Dictionary of Greek

  • 76Οικονομίδης, Βασίλειος — (Βυτίνα, Γορτυνία 1814 – Αθήνα 1894). Έλληνας νομικός. Αφού ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του στη Γερμανία, διορίστηκε το 1846 έκτακτος καθηγητής του ρωμαϊκού δικαίου στη νομική σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών και το 1847 επίτιμος καθηγητής… …

    Dictionary of Greek

  • 77Όρκουαρτ, Nτέιβιντ — (Urquhαrt, 1805 – 1877). Άγγλος διπλωμάτης και δημοσιολόγος. Συνόδεψε τον λόρδο Κόχραν στην Ελλάδα και συμμετείχε στη ναυμαχία κατά την οποία ο πλοίαρχος Άστιγξ κατέστρεψε τον τουρκικό στόλο στην περιοχή τη γνωστή ωςΣκάλα των Σαλώνων. Το 1830 του …

    Dictionary of Greek

  • 78Παπαδόπουλος Κομνηνός, Νικόλαος — (1655 – 1740). Λόγιος. Καταγόταν από την Κρήτη. Σε ηλικία δώδεκα ετών πήγε στη Ρώμη και φοίτησε στο λεγόμενο ελληνικό φροντιστήριο (Άγιος Αθανάσιος), που το ίδρυσε το 1581 ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’. Εκεί ειδικεύτηκε και στο κανονικό δίκαιο, και το… …

    Dictionary of Greek

  • 79Παπαδόπουλος, Χρήστος — (Αδριανούπολη 1835 – Αθήνα 1906). Φιλόσοφος και εκπαιδευτικός. Σπούδασε φιλοσοφία στη Γερμανία, όπου έμεινε από το 1854 έως το 1858. Δίδαξε έπειτα στο ελληνικό ημιγυμνάσιο της Αδριανούπολης και αργότερα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 80Πατσόπουλος, Δημήτριος — (Ανδρίτσαινα 1845 – Αθήνα 1920). Ιστορικός. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας (1864 69). Μεταγράφηκε σε πανεπιστήμια στη Γερμανία και, αργότερα, δίδαξε σε διάφορα γυμνάσια της Αθήνας και, για ένα διάστημα, ως έκτακτος… …

    Dictionary of Greek