έκτακτος

  • 51Κορνέλιους, Χανς — (Hans Cornelius, 1863 – 1947). Γερμανός φιλόσοφος. Αρχικά σπούδασε φυσικές επιστήμες στο Μόναχο και στο Βερολίνο και διετέλεσε για δύο χρόνια βοηθός καθηγητή. Το 1894 διορίστηκε υφηγητής στο πανεπιστήμιο του Μονάχου και, το 1903, έκτακτος… …

    Dictionary of Greek

  • 52Κόσελ, Άλμπρεχτ — (Albrecht Kossel, Ροστόκ 1853 – Χαϊδελβέργη 1927). Γερμανός φυσιολόγος και χημικός. Έλαβε το πτυχίο της ιατρικής το 1878. Διετέλεσε καθηγητής της φυσιολογίας στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Χαϊδελβέργης. Αργότερα έγινε έκτακτος (1887) και… …

    Dictionary of Greek

  • 53Κοσμετάτος-Φωκάς, Γεώργιος — (Αργοστόλι 1876 – 1973). Γιατρός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε ιατρική στη Γαλλία. Το 1905 διορίστηκε υφηγητής οφθαλμολογίας και το 1919 έκτακτος καθηγητής ιστολογίας και εμβρυολογίας. Το 1931 κατέλαβε τη θέση του τακτικού καθηγητή… …

    Dictionary of Greek

  • 54Κούζης, Αριστοτέλης — (1875 – 1961). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Φοίτησε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία και στη Γαλλία, όπου ασχολήθηκε με την παθολογία και την ιστορία της ιατρικής. Το 1902 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 55Κούρτιους, Λούντβιχ — (Ludwig Curtius, Αυγούστα 1874 – Ρώμη 1954). Γερμανός αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στο Μόναχο δίπλα στον Α. Φουρτβένγκλερ και αργότερα εγκαταστάθηκε για ορισμένο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα. Διετέλεσε έκτακτος (1908) και στη… …

    Dictionary of Greek

  • 56Κοχ, Καρλ Χάινριχ Εμίλ — (Karl Heinrich Emil Koch, 1809 – 1879). Γερμανός φυσιοδίφης και περιηγητής. Από το 1836 έως το 1847 ταξίδεψε στη Ρωσία και στην Ανατολή. Επιστρέφοντας στη Γερμανία εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της βοτανικής στο… …

    Dictionary of Greek

  • 57Κράμερ — (Cramer). Επώνυμο οικογένειας Γερμανών καλλιτεχνών, λογίων και επιστημόνων. 1. Βίλχελμ (Wilhelm, 1745 – 1799). Βιολιστής. Από πολύ μικρός έπαιζε βιολί με εξαιρετική δεξιοτεχνία, για την οποία βραβεύτηκε πολλές φορές. Σε ηλικία δεκαέξι ετών άρχισε …

    Dictionary of Greek

  • 58Κρέτσμερ, Πολ — (Paul Kretschmer, Βερολίνο 1866 – Βιέννη 1956). Γερμανός γλωσσολόγος και ελληνιστής. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες και επιστημονικές σπουδές του, διορίστηκε αρχικά υφηγητής στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου δίδαξε επί έξι χρόνια, και μετά… …

    Dictionary of Greek

  • 59Κρίσπης, Ηλίας — (Χαλκίδα 1917 –). Δικηγόρος, διεθνολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δικηγόρος Αθηνών και στη συνέχεια ως πανεπιστημιακός. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 60Λάκων, Βασίλειος — (1830 – 1900). Μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε φυσικομαθηματικά στην Αθήνα και στο Παρίσι, όπου διέμεινε τρία χρόνια. Μετά το τέλος των σπουδών του επέστρεψε στην Αθήνα και διετέλεσε καθηγητής γυμνασίου (1854), υφηγητής της πειραματικής …

    Dictionary of Greek