έκτακτος

  • 41Δαμαλάς, Νικόλαος — (Αθήνα 1842 – 1892). Θεολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου. Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας και εξέδωσε το σύγγραμμά του Περί αρχών (Λειψία).… …

    Dictionary of Greek

  • 42Δοντάς, Σπυρίδων — (Αθήνα 1878 – 1958).Φυσιολόγος, ακαδημαϊκός και καθηγητής πανεπιστημίου. Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα και στη Γερμανία έγινε επιμελητής το 1901, έκτακτος καθηγητής της γενικής φυσιολογίας το 1916 και καθηγητής της φαρμακολογίας το 1925.… …

    Dictionary of Greek

  • 43Δοξιάδης, Σπύρος — (Αθήνα 1917 – 1991). Γιατρός, συγγραφέας και πολιτικός. Σπούδασε παιδιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη διάρκεια της Κατοχής εργάστηκε στο βρεφοκομείο Αθηνών και στην αποστολή του Ερυθρού Σταυρού. Μετεκπαιδεύτηκε στην Αγγλία όπου εργάστηκε σε… …

    Dictionary of Greek

  • 44Ιγνάτιεφ, Νικολάι Πάβλοβιτς — (Nikolai Pavlovich Ignatiev, Πετρούπολη 1832 – Κίεβο 1908). Ρώσος στρατηγός και διπλωμάτης. Αποφοίτησε από τη στρατιωτική ακαδημία του ρωσικού γενικού επιτελείου (1851). Αφού υπηρέτησε σε διπλωματική υπηρεσία για σύντομο χρονικό διάστημα,… …

    Dictionary of Greek

  • 45Καλλιάκης, Νικόλαος — (Κρήτη 1645 – Πάντοβα 1707). Φιλόλογος και θεολόγος. Σπούδασε στη Ρώμη, όπου αναγορεύθηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας και της θεολογίας. Το 1666 δίδαξε ελληνικά και λατινικά στο Φλαγγινιανό Φροντιστήριο της Βενετίας. Το 1678 διορίστηκε έκτακτος και …

    Dictionary of Greek

  • 46Κανελλόπουλος, Παναγιώτης — (Πάτρα 1902 – 1986). Ακαδημαϊκός, πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Αθήνας, της Χαϊδελβέργης και του Μονάχου και αναγορεύθηκε διδάκτορας του δικαίου στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Διετέλεσε …

    Dictionary of Greek

  • 47Καποδίστριας — I Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια, από την οποία πήρε και το επίθετό της. Το 1471 εγγράφηκε στη Χρυσή Βίβλο της Κέρκυρας και το 1641 ο δούκας του Πεδεμοντίου Κάρλο Εμανουέλε απένειμε στον αρχηγό …

    Dictionary of Greek

  • 48Καποδίστριας, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι… …

    Dictionary of Greek

  • 49Καραμήτσος, Γεώργιος — (1834 – 1904). Γιατρός. Σπούδασε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα πανεπιστήμια του Μονάχου και του Βίρτσμπουργκ, όπου αναγορεύθηκε διδάκτορας της ιατρικής (1858). Όταν επέστρεψε στην Αθήνα (1861) αναγορεύθηκε υφηγητής της… …

    Dictionary of Greek

  • 50Κεραμιδάς, Τριαντάφυλλος — (Ψαχνά Ευβοίας 1890 – Αθήνα 1963). Οικονομολόγος και μαθηματικός, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ). Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1909 αναγορεύθηκε διδάκτορας. Αργότερα, ως υπότροφος… …

    Dictionary of Greek