έκτακτος

  • 31Αφεντούλης, Θεόδωρος — (Ζαγορά Θεσσαλίας 1824 – Πειραιάς 1893). Γιατρός και καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και το Μόναχο. Το 1852 έγινε έκτακτος καθηγητής της ανατομίας, το 1862 της φαρμακολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1887 πρύτανης.… …

    Dictionary of Greek

  • 32Βαρβαρέσος, Κυριάκος — (Αθήνα 1884 – 1957). Οικονομολόγος. Άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1911 ως υπάλληλος του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, το 1918 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της πολιτικής οικονομίας στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1923 έγινε… …

    Dictionary of Greek

  • 33Βεγλερής, Φαίδων — (Κωνσταντινούπολη 1903 – Αθήνα 1998). Νομικός, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια του Μπορντό και του Παρισιού της Γαλλίας, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας του διοικητικού… …

    Dictionary of Greek

  • 34Βέρνερ, Άλφρεντ — (Alfred Werner, Μίλχαους, Αλσατία 1866 – Ζυρίχη 1919). Γερμανός χημικός, γαλλικής καταγωγής. Σπούδασε στη Ζυρίχη με τον Λούνγκε και στο Παρίσι με τον Μπερτελό. Διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της χημείας στη Ζυρίχη το 1893 και μετά από δύο χρόνια… …

    Dictionary of Greek

  • 35Βιντσάιντ, Μπέρνχαρντ — (Bernhard Windscheid, Ντίσελντορφ 1817 – Λειψία 1892).Γερμανός νομικός. Έκτακτος καθηγητής του ρωμαϊκού δικαίου στη Βόνη το 1847, κατέλαβε το ίδιο έτος την έδρα επίσης του ρωμαϊκού δικαίου στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, και κατόπιν στα… …

    Dictionary of Greek

  • 36Βολφ, Γιούλιους — I (Julius Wolf,1834 – 1910).Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε λογοτεχνία και φιλοσοφία στο Βερολίνο. Το 1896 ίδρυσε περιοδικό με τον τίτλο Harzzeitung.Κατά τον Γαλλογερμανικό πόλεμο υπηρέτησε στον γερμανικό στρατό και παρασημοφορήθηκε. Μετά τον… …

    Dictionary of Greek

  • 37Γαρδίκας, Γεώργιος — (1869 – 1937). Φιλόλογος. Διετέλεσε έκτακτος καθηγητής των ελληνικών γραμμάτων και της παπυρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γυμνασιάρχης του Αρσακείου. Έγραψε πολλές διατριβές σχετικές με τη σύνταξη και τη γραμματική της αρχαίας ελληνικής… …

    Dictionary of Greek

  • 38Γερουλάνος, Μαρίνος — (Πάτρα 1867 – Αθήνα 1960). Χειρουργός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Τον χρόνο της αποφοίτησής του (1892) έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα με τη διατριβή Περί των μεταστάσεων κακοηθών νεοπλασιών εν… …

    Dictionary of Greek

  • 39Γιωτόπουλος, Παναγιώτης — (Κέρκυρα 1878 – Αθήνα 1965). Ποινικολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε νομικά στην Πίζα, στη Ρώμη και στο Παρίσι. Το 1906 διορίστηκε υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1928 έκτακτος καθηγητής ποινικής δικονομίας. Έγραψε πολλές ποινικές… …

    Dictionary of Greek

  • 40Γκρέι, Έντουαρντ — (Sir Edward Grey, 1863 – 1933).Άγγλος πολιτικός. Ήταν εγγονός του αποικιακού διοικητή σερ Τζορτζ Γκρέι. Διετέλεσε βουλευτής της φιλελεύθερης δεξιάς (1885), υφυπουργός Εξωτερικών (1892 95) και υπουργός στην κυβέρνηση Κάμπελ Μπάνερμαν επί έντεκα… …

    Dictionary of Greek