έκτακτος

  • 21μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 22παρατιμασία — ἡ, Α η έκτακτη εκτίμηση, ο αναλογικός έκτακτος προσδιορισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τιμῶ + κατάλ. ασία] …

    Dictionary of Greek

  • 23περιστατικός — ή, ό / περιστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίστασις] το ουδ. ως ουσ. το περιστατικό(ν) α) γεγονός που συμβαίνει τυχαία, χωρίς να τό περιμένει κανείς, συμβάν β) (ειδικά) δυσάρεστο γεγονός νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές… …

    Dictionary of Greek

  • 24πρέσβυς — εως, ο, ΝΜΑ, πρέσβης Ν, τ. γεν. εος και κρητ. δωρ. τ. πρέσγυς και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α 1. πρεσβευτής 2. (στην αρχαιότητα) έκτακτος απεσταλμένος μιας ελληνικής πόλης προς άλλη, ο οποίος, ως αντιπρόσωπος τών αρχόντων τής πατρίδας του και τών… …

    Dictionary of Greek

  • 25Αγουρίδης, Σάββας — (Αθήνα 1921 –).Θεολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας. Σταδιοδρόμησε στην πανεπιστημιακή κοινότητα ως έκτακτος… …

    Dictionary of Greek

  • 26Αθανασιάδης-Νόβας, Θεμιστοκλής — (Ναύπακτος 1896 – Κέρκυρα 1961). Ποιητής και πεζογράφος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και πολιτικές επιστήμες στη Γερμανία. Χρημάτισε νομάρχης στους νομούς Κερκύρας, Ζακύνθου, Λέσβου, Χίου, Αχαΐας, Θεσσαλονίκης, Μαγνησίας και Σάμου, όπως επίσης και …

    Dictionary of Greek

  • 27Αναστασιάδης, Ηλίας — (Λέζι Ιθώμης 1879 – Αθήνα 1949). Νομικός. Έπειτα από σπουδές στην Ελλάδα και στην Ιταλία ειδικεύτηκε στο δίκαιο των οικονομικών συναλλαγών. Υφηγητής του εμπορικού δικαίου στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1908, ανέλαβε παράλληλα τη… …

    Dictionary of Greek

  • 28Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε …

    Dictionary of Greek

  • 29Ανδρόνικος, Μανόλης — (Προύσα Μικράς Ασίας 1919 – Θεσσαλονίκη 1992).Αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στην αρχαιολογία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής σε γυμνάσια (1941 49)… …

    Dictionary of Greek

  • 30Αρεταίος, Θεόδωρος — (Ναύπλιο 1830 – Αθήνα 1893).Γιατρός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα πήγε στο Βερολίνο, τη Βιέννη και το Παρίσι και ειδικεύτηκε στη χειρουργική. Το 1863 έγινε υφηγητής της εγχειρητικής και επιδεσμολογίας και… …

    Dictionary of Greek