-
1 уценить
торг. υποτιμώ, κάνω έκπτωση-ка η υποτίμηση, η έκπτωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уценить
-
2 падение
падение с 1) прям., перен.η πτώση· η κατάπτωση (тк.перен.У \падение правительства η πτώση της κυβέρνησης 2) (понижение) το πέσιμο, το χαμήλωμα 3) упадок η έκπτωση, η ελάττωση* * *с1) прям., перен. η πτώση; η κατάπτωση (тк. перен.)паде́ние прави́тельства — η πτώση της κυβέρνησης
2) ( понижение) το πέσιμο, το χαμήλωμα3) ( упадок) η έκπτωση, η ελάττωση -
3 скидка
-
4 снижение
снижение с 1) (самолёта и т. п.) το κατέβασμα, το χαμήλωμα 2) (уменьшение) η μείωση; ο υποβιβασμός; \снижение цен η πτώση των τιμών, η έκπτωση* * *с1) (самолёта и т. п.) το κατέβασμα, το χαμήλωμα2) ( уменьшение) η μείωση; ο υποβιβασμόςсниже́ние цен — η πτώση των τιμών, η έκπτωση
-
5 скидка
скид||каж ἡ ἔκπτωση [-ις], τό σκόντο:делать \скидкаку прям., перен κάνω σκόντο· со \скидкакой μέ ἐκπτωση. -
6 снижение
-я ουδ.ελάττωση, μείωση• υποτίμηση• έκπτωση•снижение цен έκπτωση τιμών•
снижение се-бестоймости μείωση του κόστους παραγωγής.
|| υποβίβαση, -μός (στην υπηρεσία). -
7 уступка
-и θ.1. παραχώρηση•уступка территории παραχώρηση εδάφους•
обратная уступка αντιπαραχώρηση.
2. υποχώρηση•уступка насилию υποχώρηση στη βία.
3. έκπτωση, σκόντο•десять процентовуступкаи δέκα τα εκατό έκπτωση.
-
8 дизажио
(вычет из установленного курса или нарицательной цены) фин. η έκπτωση εις βάρος του ανταλλασσόντος σε ξένο νόμισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дизажио
-
9 закупка
η αγορ/ά, η προμήθειαагент по - ам ο προμηθευτής, ο εφοδιαστής, - и в других странах - ές σε άλλα κράτηраспределять - и через посредническую организацию διανέμω τις - ές μέσω μεσιτικής επιχείρησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закупка
-
10 лыжи
мн. τα χιονοπέδιλα, τα σκί (ξεν.) 2. (скидка) η έκπτωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лыжи
-
11 расчёт
1. (подсчёт необходимых данных) о υπολογισμός, ο λογαριασμός- платы за простой - πληρωμής της υπερα-ναμονής, οι επισταλίες2. (определение условий прочности, жёсткости) η ανάλυση, η δοκιμή 3. (конструирование) о υπολογισμός, η μελέτη 4. (оплата) η πληρωμή, η εξόφλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расчёт
-
12 рефакция
торг. η έκπτωση (λόγω φθοράς, λιγότερης ποσότητας ή καθυστέρησης των προϊόντων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рефакция
-
13 снос
Ι.(ΗΒΓ) η έκπτωση, η παρέκκλιση, η παρεκτροπή, η απόκλιση2. (разрушение) η καθαίρεση, η κατεδάφιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снос
-
14 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
15 удешевить
μειώνω την τιμή, κάνω έκπτωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удешевить
-
16 удешевление
η έκπτωσηη μείωση της τιμής/των τιμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > удешевление
-
17 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
18 удешевление
удешев||лениес ἡ ἔκπτωση, ἡ ἐλάττωση (τών τιμῶν). -
19 уступать
уступатьнесов, уступить сов1. (отказываться добровольно) παραχωρώ, ἐκχωρώ, ἀφήνω:\уступать место παραχωρώ τήν θέση μου· \уступать кому́-л. дорогу παραμερίζω· \уступать первенство παραχωρώ τά πρωτεία·2. (соглашаться, покоряться) ὑποχωρώ, ἐνδίδω:\уступать просьбам ἐνδίδω στίς παρακλήσεις· \уступать силе ὑποχωρώ μπροστά στή δύναμη· \уступать желанию Ικανοποιώ τήν ἐπιθυμία κάποιου· не \уступать ни на шаг δέν ὑποχωρώ οὔτε βήμα·3. (в чем-л.\уступатьпри сравнениях) ὑστερω:\уступать кому́-л. в храбрости ὑστερώ σέ ἀνδρεία· не \уступать кому-л. в чем-л. δέν ὑστερώ ἀπό κάποιον σέ τίποτα·4. (в цене) κάνω ἐκπτωση, κάνω σκόντο:не \уступать ни копейки δέν κάνω σκόντο ὁὔτε ἕνα καπίκι. -
20 уступка
усту́пк||аж1. ἡ παραχώρηση [-ις], ἡ ὑποχώρηση [-ις]:идти́ на \уступкаи κάνω ὑπο-χωρήσεις·2. (в цене) ἡ ἐκπτωση, τό σκόντο. '
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έκπτωση — η (AM ἔκπτωσις) 1. πτώση προς τα έξω 2. πτώση προς τα κάτω 3. ηθική ή κοινωνική μείωση μσν. νεοελλ. 1. αφαίρεση αξιώματος, βαθμού, εξουσίας 2. ελάττωση τής τιμής εμπορεύματος ή τού πληρωτέου ποσού σε λογαριασμούς νεοελλ. 1. στέρηση δικαιωμάτων ή… … Dictionary of Greek
έκπτωση — η 1. κοινωνική ή ηθική μείωση, ξεπεσμός, κατάντια. 2. (για ηγεμόνες, ιεράρχες, αξιωματικούς), απώλεια εξουσίας ή βαθμού, εκθρόνιση, καθαίρεση: Στο βασανιστή επιβλήθηκε έκπτωση από το βαθμό του ταγματάρχη. 3. στέρηση δικαιώματος, ακύρωση σύμβασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
ακατέβατος — η, ο 1. ο ακατέβαστος 2. εκείνος, στον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατέβει «ακατέβατος γκρεμός» 3. αυτός, στον οποίο δεν γίνεται μείωση, έκπτωση «ακατέβατες τιμές» και επίρρ. ακατέβατα χωρίς καμιά έκπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κατεβατός <… … Dictionary of Greek
προεξόφληση — Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής… … Dictionary of Greek
σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής … Dictionary of Greek
έκκρουση — η (Α ἔκκρουσις) απώθηση, εξώθηση με κρούση αρχ. έκπτωση λογαριασμού … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
αττικός — I Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους. 1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός). 2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109 32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον.… … Dictionary of Greek
διανοητικός — ή, ό (Α διανοητικός, ή, όν) [διανοούμαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανόηση 2. εμβριθής, βαθύνους νεοελλ. φρ. α) «διανοητική έκπτωση» μείωση τών νοητικών ικανοτήτων οφειλόμενη είτε σε γηρατειά ή σε νευροψυχικές διαταραχές β)… … Dictionary of Greek
εκπεσμός — ο 1. ξεπεσμός 2. έκπτωση, υποτίμηση τής αγοραστικής αξίας 3. υλική ή ηθική κατάπτωση … Dictionary of Greek