Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

έγκυος

  • 1 έγκυος

    [энгиос] εκ. Θ. беременый

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έγκυος

  • 2 беременная

    беременная ж η έγκυος
    * * *
    ж
    η έγκυος

    Русско-греческий словарь > беременная

  • 3 беременеть

    беремен||еть
    несов ἐγκυμονώ, μένω Εγκυος, γκαστρώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > беременеть

  • 4 беременная

    беремен||ная
    прил ж ἔγκυος, γκαστρωμένη.

    Русско-новогреческий словарь > беременная

  • 5 забеременеть

    забеременеть
    сов μένω Εγκυος.

    Русско-новогреческий словарь > забеременеть

  • 6 зачать

    зача||ть
    сов уст. μένω ἐγκυος, συλλαμβάνω.

    Русско-новогреческий словарь > зачать

  • 7 положение

    положени||е
    с
    1. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ὁ τόπος·
    2. (поза) ἡ θέση [-ις], ἡ στάση [-ις], ἡ πόζα·
    3. (состояние) ἡ κατάσταση [-ις]:
    международное \положение ἡ διεθνής κατάσταση· чрезвычайное \положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· затруднительное \положение ἡ δύσκολη θέση, ἡ ἀμηχανία, безвыходное \положение τό ἀδιέξοδο[ν], скверное \положение ἡ κατάντια, ἡ ἀσχημη κατάσταση· быть на военном \положениеи βρίσκομαι σέ κατάσταση πολέμου· быть на нелегальном \положениеи εἶμαι σέ παρανομία· выходить из \положениея βρίσκω διέξοδον
    4. (общественное, социальное) ἡ κοινωνική θέση·
    5. (тезис) ἡ θέση, ἡ θέσις:
    основные \положениея οἱ θεμελιώδεις θέσεις·
    6. (закон, устав) ἡ διάταξη [-ις], ὁ κανονισμός, τό καταστατικό·, \положение о выборах ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών ◊ быть в \положениеи (о беременной) разг εἶμαι Εγκυος· на высоте \положениея στό ῦψος τῶν περιστάσεων.

    Русско-новогреческий словарь > положение

  • 8 беременеть

    [μπιριέμινιντ'] ρ. μένω έγκυος

    Русско-греческий новый словарь > беременеть

  • 9 забеременеть

    [ζαμπιριέμινιτ'] ρ. μένω έγκυος

    Русско-греческий новый словарь > забеременеть

  • 10 беременеть

    [μπιριέμινιντ'] ρ μένω έγκυος

    Русско-эллинский словарь > беременеть

  • 11 забеременеть

    [ζαμπιριέμινιτ'] ρ μένω έγκυος

    Русско-эллинский словарь > забеременеть

  • 12 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

См. также в других словарях:

  • ἔγκυος — Epigr Gr. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγκυος — η (AM ἔγκυος, ον) το θηλ. ως ουσ. αυτή που έχει συλλάβει κατά τη συνουσία και έχει έμβρυο μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκυον το έμβρυο* αρχ. 1. γεμάτος, φορτωμένος 2. φρ. «μόρον ἔγκυον» για γυναίκα που πεθαίνει στον τοκετό …   Dictionary of Greek

  • έγκυος — α, ο (για γυναίκες και θηλυκά ζώα), που έχει έμβρυο στην κοιλιά, γκαστρωμένος: Έγκυος πάνθηρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔγκυον — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem acc sg ἔγκυος Epigr Gr. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύοις — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύου — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύους — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύων — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύῳ — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκυα — ἔγκυος Epigr Gr. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκυοι — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»