-
1 έγκυος
[энгиос] εκ. Θ. беременыйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έγκυος
-
2 беременная
-
3 беременеть
беремен||етьнесов ἐγκυμονώ, μένω Εγκυος, γκαστρώνομαι. -
4 беременная
беремен||наяприл ж ἔγκυος, γκαστρωμένη. -
5 забеременеть
забеременетьсов μένω Εγκυος. -
6 зачать
зача||тьсов уст. μένω ἐγκυος, συλλαμβάνω. -
7 положение
положени||ес1. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ὁ τόπος·2. (поза) ἡ θέση [-ις], ἡ στάση [-ις], ἡ πόζα·3. (состояние) ἡ κατάσταση [-ις]:международное \положение ἡ διεθνής κατάσταση· чрезвычайное \положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· затруднительное \положение ἡ δύσκολη θέση, ἡ ἀμηχανία, безвыходное \положение τό ἀδιέξοδο[ν], скверное \положение ἡ κατάντια, ἡ ἀσχημη κατάσταση· быть на военном \положениеи βρίσκομαι σέ κατάσταση πολέμου· быть на нелегальном \положениеи εἶμαι σέ παρανομία· выходить из \положениея βρίσκω διέξοδον4. (общественное, социальное) ἡ κοινωνική θέση·5. (тезис) ἡ θέση, ἡ θέσις:основные \положениея οἱ θεμελιώδεις θέσεις·6. (закон, устав) ἡ διάταξη [-ις], ὁ κανονισμός, τό καταστατικό·, \положение о выборах ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών ◊ быть в \положениеи (о беременной) разг εἶμαι Εγκυος· на высоте \положениея στό ῦψος τῶν περιστάσεων. -
8 беременеть
[μπιριέμινιντ'] ρ. μένω έγκυος -
9 забеременеть
[ζαμπιριέμινιτ'] ρ. μένω έγκυος -
10 беременеть
[μπιριέμινιντ'] ρ μένω έγκυος -
11 забеременеть
[ζαμπιριέμινιτ'] ρ μένω έγκυος -
12 тяжёлый
επ., βρ: -жл, -жела, -жело.1. βαρύς•тяжёлый камень βαριά πέτρα•
тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.
|| μεγάλος•-ые капли μεγάλες σταγόνες.
|| χοντρός•-ое платье βαρύ ένδυμα.
|| πυκνός•-ые тучи βαριά σύννεφα.
|| δύσπεπτος•-ая еда βαρύ φαγητό.
2. (απλ.) έγκυος.3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).4. ηχηρός•-ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•
-ая походка βαρύ βάδισμα.
|| άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•-ая работа βαριά δουλειά•
-ые роды δύσκολος τοκετός•
тяжёлый год δύσκολος χρόνος•
-ая жизнь η δύσκολη ζωή•
-ая дорога δύσκολος δρόμος•
тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•
-ое дыхание δύσκολη αναπνοή•
-ые условия δύσκολες συνθήκες.
|| δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.
|| μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•-ые налоги βαριοί φόροι•
сон βαρύς ύπνος•
тяжёлый удар γερό χτύπημα•
-ое горе μεγάλη στενοχώρια•
тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.
|| αυστηρός• σκληρός•-ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).
|| σοβαρός, επικίνδυνος•-ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•
-ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).
6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•-ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•
-ые мысли σκοτεινές σκέψεις•
-ое известие θλιβερή είδηση.
|| σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.8. ογκώδης•-ые танки βαριά άρματα μάχης•
-ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.
εκφρ.- ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•- ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•-ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•- ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•- ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.
См. также в других словарях:
ἔγκυος — Epigr Gr. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγκυος — η (AM ἔγκυος, ον) το θηλ. ως ουσ. αυτή που έχει συλλάβει κατά τη συνουσία και έχει έμβρυο μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκυον το έμβρυο* αρχ. 1. γεμάτος, φορτωμένος 2. φρ. «μόρον ἔγκυον» για γυναίκα που πεθαίνει στον τοκετό … Dictionary of Greek
έγκυος — α, ο (για γυναίκες και θηλυκά ζώα), που έχει έμβρυο στην κοιλιά, γκαστρωμένος: Έγκυος πάνθηρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔγκυον — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem acc sg ἔγκυος Epigr Gr. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύοις — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύου — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύους — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύων — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύῳ — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκυα — ἔγκυος Epigr Gr. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκυοι — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)