έβρᾰσα
1βράζω — έβρασα, βράστηκα, βρασμένος 1. μτβ., υποβάλλω σε βρασμό, ψήνω: Βράζω πάντα το γάλα πριν το πιω. 2. αμτβ., κοχλάζω, ψήνομαι: Το νερό βράζει στους εκατό βαθμούς Κελσίου. 3. βρίσκομαι στη ζύμωση, ζυμώνομαι: Ο μούστος βράζει. 4. μτφ., θυμώνω πολύ:… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ἔβρασ' — ἔβρασα , βράσσω shake violently aor ind act 1st sg ἔβρασε , βράσσω shake violently aor ind act 3rd sg …
3ξεβράζω — (για τη θάλασσα) ρίχνω στη στεριά, εκβράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ έβρασα (βλ. και λ. ξ[ε] ) αόρ. τού ἐκβράζω «βγάζω έξω στη στεριά»] …
4σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …
5βράζω — βράζω, έβρασα βλ. πίν. 35 …