έβραῖος
1Ἑβραῖος — a Hebrew masc nom sg …
2εβραίος — και οβραίος, α και αίισσα, ο και οβριός, ιά (AM ἑβραῑος, α, ον) αυτός που ανήκει στο εβραϊκό έθνος, Ιουδαίος, Ισραηλίτης νεοελλ. άνθρωπος που έχει χαρακτήρα Εβραίου, ελαττώματα που αποδίδονται στους Εβραίους, τσιγγούνης, σκληρός, συμφεροντολόγος… …
3Εβραίος — ο θηλ. α και ισσα 1. αυτός που ανήκει στο εβραϊκό έθνος, Ισραηλίτης, Ιουδαίος. 2. μτφ., άνθρωπος πολύ συμφεροντολόγος, τσιγκούνης, σπαγκοραμμένος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Ἑβραῖε — Ἑβραῖος a Hebrew masc voc sg …
5Ἑβραῖοι — Ἑβραῖος a Hebrew masc nom/voc pl …
6Ἑβραῖον — Ἑβραῖος a Hebrew masc acc sg …
7Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …
8Moisis Michail Bourlas — (Greek: Μωυσής Μιχαήλ Μπουρλάς) (May 9, 1918 – March 17, 2011) was a Greek Jewish member of the World War II resistance. Biography He was born Moisis Bourlas on May 9, 1918 in Cairo. His parents were both Greek Jews, his father from the city of… …
9Οβραίος — και Οβριός, ο, θηλ. Οβραία και Οβριά Εβραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Οβραίος σχηματίστηκε από υπερίσχυση τού άρθρου ο: ο Εβραίος > Οβραίος (πρβλ. ο έμορφος > όμορφος). Ο τ. Οβριός < Οβραίος, με συνίζηση (πρβλ. ελαία > ελιά)] …
10τσιφούτης — α, ικο, θηλ. και τσιφούτισσα, Ν 1. ειρων. Εβραίος 2. μτφ. φιλάργυρος, τσιγγούνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cifit «Εβραίος»] …