άῖκή
1ἀική — ἀϊκή , ἀική rapid motion fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2αϊκή — ἀική, η (Α) [ἀίσσω] ορμητική κίνηση, ορμή, φόρα …
3αἰκῆ — ἀικής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀικής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀικής masc/fem acc sg (attic epic doric) …
4αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …
5πολυάϊκος — ον, Α πολυᾱϊξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + άϊκος (< ἀίσσω «αναπηδώ, σκιρτώ», πρβλ. ἀική)] …
6ἀικάς — ἀϊκά̱ς , ἀική rapid motion fem acc pl …