άφορος
1ἄφορος — not bearing masc/fem nom sg …
2άφορος — η, ο (AM ἄφορος, ον) ο δίχως καρπούς ή βλάστηση αρχ. 1. άγονη, στείρα 2. αυτός που προξενεί ακαρπία 3. αφορολόγητος 4. αφόρητος, ανυπόφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φορος < φέρω (πρβλ. εύφορος)] …
3άφορος — η, ο άκαρπος, άγονος (αντίθ. εύφορος): Η φετινή χρονιά ήταν άφορη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀφορώτατον — ἄφορος not bearing masc acc superl sg ἄφορος not bearing neut nom/voc/acc superl sg …
5ἄφορον — ἄφορος not bearing masc/fem acc sg ἄφορος not bearing neut nom/voc/acc sg …
6ἀφορώτερα — ἄφορος not bearing neut nom/voc/acc comp pl …
7ἀφόροις — ἄφορος not bearing masc/fem/neut dat pl …
8ἀφόροισι — ἄφορος not bearing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
9ἀφόρου — ἄφορος not bearing masc/fem/neut gen sg …
10ἀφόρους — ἄφορος not bearing masc/fem acc pl …