άτᾳ
1Ἄτα — Ἄτᾱ , Ἄτη fem nom/voc/acc dual Ἄτᾱ , Ἄτη fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2άτα — και (με αναδίπλωση) άτα άτα (επιφών. προτρεπτικό) παιδική λέξη με την οποία τα παιδιά της νηπιακής ηλικίας παρακινούνται να βαδίσουν …
3Ἄτᾳ — Ἄται , Ἄτη fem nom/voc pl Ἄτᾱͅ , Ἄτη fem dat sg (doric aeolic) …
4-ατα — βλ. τα …
5ἀτᾷ — ἀ̱τᾷ , ἀτάομαι suffer pres subj pass 2nd sg ἀ̱τᾷ , ἀτάομαι suffer pres ind pass 2nd sg (epic doric aeolic) …
6ἄτα — ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl …
7ἄτᾳ — ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) …
8ἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl …
9ατά(γ)ιστος — η, ο 1. εκείνος στον οποίο δεν έδωσαν τροφή, δεν τον τάισαν: Άφησες το παιδί ατάιστο όλο το απόγεμα. 2. αυτός που δε δωροδοκήθηκε: Φωνάζει αυτός, γιατί τον αφήσαμε ατάιστο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10Άλμα Άτα — Παλαιότερη ονομασία της προηγούμενης πρωτεύουσας του Καζακστάν, Αλμάτι (βλ. λ.) …