άτιμος
1άτιμος — η, ο (AM ἄτιμος, ον) [τιμή] 1. αυτός που δεν τιμάται, ο περιφρονημένος 2. επονείδιστος, αισχρός νεοελλ. 1. ατιμωτικός 2. μισητός, ελεεινός 3. (για γυναίκα) ανήθικη, μοιχαλίδα αρχ. μσν. (για αντικείμενο) χωρίς αξία, ευτελής αρχ. 1. αυτός που… …
2άτιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει τιμή, ο ανυπόληπτος, ο ανήθικος: Ήταν άνθρωπος άτιμος, ικανός για όλα. 2. αυτός που φέρνει ατιμία, ντροπή: Στην περίπτωση εκείνη είχε δείξει άτιμη συμπεριφορά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἄτιμος — ἄτῑμος , ἄτιμος unhonoured masc/fem nom sg …
4ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία …
5ἀτιμότερον — ἀτῑμότερον , ἄτιμος unhonoured adverbial comp ἀτῑμότερον , ἄτιμος unhonoured masc acc comp sg ἀτῑμότερον , ἄτιμος unhonoured neut nom/voc/acc comp sg …
6СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 …
7ἀτιμοτάτας — ἀτῑμοτάτᾱς , ἄτιμος unhonoured fem acc superl pl ἀτῑμοτάτᾱς , ἄτιμος unhonoured fem gen superl sg (doric aeolic) …
8ἀτιμοτάτων — ἀτῑμοτάτων , ἄτιμος unhonoured fem gen superl pl ἀτῑμοτάτων , ἄτιμος unhonoured masc/neut gen superl pl …
9ἀτιμοτέρα — ἀτῑμοτέρᾱ , ἄτιμος unhonoured fem nom/voc/acc comp dual ἀτῑμοτέρᾱ , ἄτιμος unhonoured fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
10ἀτιμοτέραις — ἀτῑμοτέραις , ἄτιμος unhonoured fem dat comp pl ἀτῑμοτέρᾱͅς , ἄτιμος unhonoured fem dat comp pl (attic) …