άτιμος
41κυναλώπηξ — κυναλώπηξ, εκος, ἡ (Α) 1. είδος λαγωνικού σκύλου που προήλθε από διασταύρωση σκύλου και αλεπούς 2. μτφ. υβριστικός χαρακτηρισμός ή επωνύμιο πορνοβοσκού, κακοήθης, πανούργος, άτιμος 3. μτφ. σκωπτικό επίθ. τού Κλέωνος («Αἰγείδη, φράσσαι κυναλώπεκα… …
42μαγάρα — η 1. ρύπος, ακαθαρσία, λέρα, βρομιά 2. μαγική επήρεια εναντίον κάποιου 3. μτφ. άνθρωπος αχρείος, αισχρός και άτιμος 4. μτφ. πόρνη, αισχρή γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μαγαρίζω (πρβλ. άχνα < αχνίζω, κάπνα < καπνίζω)] …
43παλιάνθρωπος — Σατιρική αθηναϊκή εφημερίδα (18 Αυγούστου 1882 15 Αυγούστου 1883). Εκδότης της ήταν ο Ιωάννης Βαρβέρης, που συνεργάστηκε σε διάφορα σατιρικά φύλλα με το ψευδώνυμο Παλιάνθρωπος. Η εφημερίδα αυτή είχε μεγάλη κυκλοφορία, την οποία όμως έχασε όταν… …
44πατάσσω — ΝΜΑ χτυπώ κάποιον δυνατά (α. «πάταξον μέν, ἄκουσον δέ...» β. «τὸν ἄρχοντα... ἐὰν μὲν ἐστεφανωμένον πατάξῃς ἢ κακῶς εἴπης, ἄτιμος», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. τιμωρώ αυστηρά («θα παταχθούν οι ταραξίες») 2. ταλαιπωρώ, βασανίζω («κρουφά κλεφτά την πάτασσε… …
45πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …
46στηλιτεύω — ΝΜΑ [στηλίτης] 1. (στην αρχαιότητα) αναγράφω σε στήλη το όνομα ατόμου και την πράξη που έκανε, για διασυρμό και παραδειγματισμό νεοελλ. επικρίνω με δριμύτητα, στιγματίζω κάποιον φέρνοντας στη δημοσιότητα τις επονείδιστες πράξεις του μσν. αρχ.… …
47συλώ — συλῶ, άω, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σουλώ Α λαφυραγωγώ, διαρπάζω, ιδίως ναούς κ.ά. ιερούς χώρους λεηλατώ (α. «σύλησαν τους ναούς και τα μοναστήρια» β.»ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησε...», ΚΔ γ. «τὰ ἱερὰ συλήσαντες ἐνέπρησαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. παίρνω τα όπλα και… …
48συνατιμούμαι — όομαι, Α ατιμάζομαι και εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀτιμῶ/ ώνω «ντροπιάζω, εξευτελίζω» (< ἄτιμος)] …
49συνατιμώμαι — άομαι, Μ συνατιμοῡμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀτιμῶ, άω «περιφρονώ, ατιμάζω» (< ἄτιμος)] …
50τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …