άτιμος

  • 31ακλεής — ἀκλεής, ὲς (Α) [κλέος] 1. ο δίχως φήμη, άδοξος 2. επονείδιστος, άτιμος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκλεές ακλεώς, άδοξα …

    Dictionary of Greek

  • 32αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 33ατιμάζω — (AM ἀτιμάζω) [άτιμος] 1. προσβάλλω κάποιον με λόγια ή έργα 2. κατηγορώ, βρίζω νεοελλ. 1. βιάζω ή εκπαρθενεύω 2. βλαστημώ, καταριέμαι αρχ. 1. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά προς κάποιον 2. δεν θεωρώ κάποιον άξιο να κάνει ή να πετύχει κάτι 3. αφαιρώ… …

    Dictionary of Greek

  • 34ατιμώ — ἀτιμῶ ( άω) (Α) [άτιμος] περιφρονώ, ατιμάζω …

    Dictionary of Greek

  • 35ατιμώνω — (AM ἀτιμῶ, όω, Μ και ἀτιμώνω) [άτιμος] ντροπιάζω, εξευτελίζω μσν. νεοελλ. 1. περιφρονώ 2. κατηγορώ, βρίζω νεοελλ. ( ομαι) ορκίζομαι αρχ. αφαιρώ τα πολιτικά δικαιώματα …

    Dictionary of Greek

  • 36δυσκλεής — και δυσκλής, ές (Α) 1. άδοξος 2. αυτός που έχει κακή φήμη, άτιμος («τεθνᾱσιν αἰσχρῶς δυσκλεεστάτῳ μόρῳ», Αισχ.) …

    Dictionary of Greek

  • 37κακοθανατίζω — (Μ κακοθανατίζω) πεθαίνω με κακό θάνατο (α. «πιάνω μαχαίρι να σφαώ, να κακοθανατίσω», Ερωτόκρ. β. «που να κακοθανατίσει ο άτιμος») μσν. προκαλώ άσχημο θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοθανατώ, κατά τα σε ίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 38καριόλης — ο (υβριστικός χαρακτηρισμός άνδρα) άτιμος, παλιάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καριόλα με μεταβολή γένους] …

    Dictionary of Greek

  • 39κατεργάρης — ο, θηλ. κατεργάρα και άρισα, ουδ. κατεργάρικο (Μ κατεργάριος και κατεργάρης) πανούργος, δόλιος, παμπόνηρος νεοελλ. 1. (με θωπευτική σημ.) ευφυής, έξυπνος («είδες πώς τά κατάφερε ο κατεργάρης») 2. παροιμ. φρ. «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του»… …

    Dictionary of Greek

  • 40κούνια — Βλ. λ. αιώρα. * * * η (Μ κούνια και κούνα) 1. το κρεβάτι τού μωρού («κούνια μου κούνα το παιδί κι αν κλάψει δώσ του γάλα», δημ. δίστιχο) 2. κάθισμα κρεμασμένο από κάπου με δύο αλυσίδες ή σχοινιά στο οποίο κάθεται και αιωρείται κάποιος, αιώρα… …

    Dictionary of Greek