-
1 белый
επ., βρ: бел, -а, -о κ. -ο1. λευκός, άσπρος•-ая бумага άσπρο χαρτί.
2. επ. κ. ουσ. λευκός, λευκοφρουρός•-ая армия ο στρατός των λευκών•
белый террор η τρομοκρατία των λευκοφρουρών.
εκφρ.белый билет – πιστοποιητικό απαλλαγής από το στρατό•- ое вино – το άσπρο κρασί•- ая ворона – παρδαλό κουτάβι (που ξεχωρίζει ανάμεσα στ' άλλα)•- ая горячка – τρομώδης παραφροσύνη, ντελίριο•-ая изба, -ая баня – άσπρη ίζμπα, άσπρο λουτρό (με καπνοδόχο, σε αντίθεση με τη μαύρη)•-ые места,-ые пятна – α) ανεξερεύνητες περιοχές, β) ανεξήγητα, σκοτεινά σημεία•- ое мясо – το κοτίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας•белый свет – ο κόσμος, η γη•- ые стихи – ανομοιοκατάληκτοι στίχοι•белый хлеб – εκλεκτό σιταρίσιο ψωμί•среди ή средь бела дня – μέρα-μεσημέρι (ολοφάνερα)•принять -ое за чёрное – παίρνω ή παρουσιάζω το άσπρο για μαύρο•белый медведь – άσπρη αρκούδα. -
2 белый
бел||ый1. прил ἀσπρος, λευκός.:\белый хлеб τό ἄσπρο ψωμί; ◊ \белыйые стихи (οί) ἀνομοιοκατάληκτοι στίχοι; \белый гриб τό ἄσπρο μανιτάρι, τό ἄσπρο φαγώσιμο; \белыйа я горячка τό τρομωδες παράλήρημα; средь \белыйа дия разг μέρα μεσημέρι; \белый у́голь ὁ λευκός ἄνθραξ;2. м (белогвардеец) ὁ λευκός, ὁ λευκοφρουρός. -
3 белый
-
4 вино
вино с το κρασί, ο οίνος* белое \вино το άσπρο κρασί· красное \вино το κόκκινο κρασί' столовое \вино το επιτραπέζιο κρασί десертное \вино το γλυκό κρασί* * *сτο κρασί, ο οίνοςбе́лое вино́ — το άσπρο κρασί
кра́сное вино́ — το κόκκινο κρασί
столо́вое вино́ — το επιτραπέζιο κρασί
десе́ртное вино́ — το γλυκό κρασί
-
5 хлеб
хлеб м 1) (печёный) το ψωμί; чёрный (белый) \хлеб το μαύρο (άσπρο) ψωμί; кусок -а μια φέτα ψωμί 2) (зерно ) τα σιτηρά* * *м1) ( печёный) το ψωμίчёрный (бе́лый) хлеб — το μαύρο (άσπρο) ψωμί
кусо́к хлеба — μια φέτα ψωμί
2) ( зерно) τα σιτηρά -
6 боровик
боровикм (гриб) τό ἀσπρο μανιτάρι. -
7 вино
вино́с τό κρασί, ὁ οίνος:белое \вино τό ᾶσπρο κρασί· красное \вино τό κόκκινο (или τό μαύρο) κρασί, τό κοκκινέλι· десертное \вино τό γλυκό κρασἴ сухо́е \вино а) τό κρασί σέκ, б) τό μπρούσικο κρασί (о терпком вине)· столовое \вино τό ἐπιτραπέζιο κρασί· разбавленное \вино τό νερωμένο κρασί, τό νοθεμένο κρασί. -
8 от
отпредлог с род. п.1. ἀπό:от Москвы до Афин ἀπό τήν Μόσχα ὡς τήν 'Αθήνα· я пришел от своей сестры ἡρθα ἀπό τήν ἀδελφή μου· от трех часов до пяти́ ἀπό τίς τρεϊς (ή ὠρα) ὡς τίς πέντε· письмо от 30-го августа ἐπιστολή ἀπό 30 Αυγούστου· страдать от жары ὑποφέρω ἀπό τήν ζέστη· петь от ра́дости τραγουδώ ἀπό τήν χαρά μου· заболеть от переутомления ἀρρωσταίνω ἀπό τήν ὑπερκόπωση· не уметь отличить черного от белого δέν μπορώ νά ξεχωρίσω τό μαύρο ἀπό τό ἄσπρο· т первого до последнего дия ἀπό τήν πρώτη ὡς τήν τελευταία μέρα· от мала до велика μικροί (καί) μεγάλοι·2. (при обозначении средства претив чего-л.) κατά, γιά:средство от зубной боли γιατρικό κατά τοῦ πονόδοντου, γιατρικό γιά τόν πονόδοντο·3. (при обозначении чего-л. как принадлежности, части и т. п, \от переводится род. п.):ру́чка от двери τό χεροῦλι τής πόρτας· ключ от замка τό κλειδί τής κλειδαριάς· ◊ день ото дия μέρα σέ μέρα· время от времени ἀπό καιρού είς καιρόν от чьего́-л. имени ἐξ ὁνόματος κάποιου· от всего́ сердца μέ ὀλη μου τήν καρδιά· от всей души μ' ὀλη μου τήν ψυχή· написанный от руки χειρόγραφος, γραμμένος μέ τό χέρι. -
9 роза
роз||аж1. (цветок) τό τριαντάφυλλο[ν], τό ρόδο[ν]:белая \роза τό ἀσπρο τριαντάφυλλο· чайная \роза τό κίτρινο τριαντάφυλλο· лепесток \розаы τό ροδοπέταλο·2. (куст) ἡ τριανταφυλλιά, ἡ ροδή· ◊ нет \розаы без шипов погов. δέν ὑπάρχει ρόδο χωρίς ἀγκάθια. -
10 сушить
суш||и́тьнесов ξεραίνω, ξηραίνω, στεγνώνω (μετ.):\сушитьи́ть белье στεγνώνω τά ἀσπρό-ρουχα· \сушитьи́ть сено ξεραίνω τό χορτάρι. -
11 хлеб
хлебм1. (печеный) τό ψωμί, ὁ ἄρτος:белый (пшеничный) \хлеб τό ἄσπρο ψωμί· черный (ржаной) \хлеб τό μαῦρο ψωμί· черствый \хлеб τό μπαγιάτικο ψωμί· каравай \хлеба τό καρβέλι· ломо́ть \хлеба ἕνα κομμάτι ψωμί·2. (зерно и растение) τό σιτάρι, ὁ σίτος/ τά σιτηρά (хлеба):ссыпать \хлеб в амбары ἀποθηκεύω τό σιτάρι· озимые \хлеба τά πρώιμα (или τά φθινοπωριάτικα) σιτηρά· яровые \хлеба τά ἀνοιξιάτικα σιτηρά·3. (пропитание; средства к существованию) разг τό ψωμί, ὁ ἄρτος:зарабатывать себе на \хлеб βγάζω τό ψωμί μου· лишать кого́-л. куска \хлеба στερώ τό ψωμί κάποιου· ◊ \хлеб да соль! καλή δρεξη!· \хлеб насущи́ый ὁ ἐπιούσιος ἄρτος· отбивать \хлеб у кого́-л. παίρνω τό ψωμί κάποιου· жить на чужих \хлеба́х μέ ταΐζουν ἄλλοι· перебиваться с \хлеба на квас τρώγω ψωμί καί σουγιά. -
12 белошвейка
[μπιλασβιείκα] ουσ. θ. ασπρό ρούχο -
13 белошвейка
[μπιλασβιείκα] ουσ θ ασπρό ρούχο -
14 белила
-лил πλθ.1. άσπρο χρώμα (μπογιά)•белила свинцовые ανθρακικός μόλυβδος, στουπέτσι•
белила цинковые οξείδιο(η λευκό) του ψευδαργύρου.
2. ψιμύθιο (καλυντική αλοιφή), φτιασίδι των ηθοποιών. -
15 белоглазка
-и θ.ασπρόφθαλμος, λευηόφθαλμος, που έχει άσπρο κύκλο γύρω από τα μάτια (για πτηνά, ψάρια). -
16 выдать
-дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, προστκ. выдай, ρ.σ.μ.1. δίνω•выдать деньги δίνω χρήματα•
выдать аванс, удостоверение δίνω προκαταβολή, πιστοποιητικό.
|| παραδίνω•выдать преступника παραδίνω τον εγκληματία.
|| παντρεύω•ее -ли за богатого человека την πάντρεψαν με (σε) πλούσιο,
2. αποκαλύπτω, φανερώνω• προδίνω.3. καμώνομαι, προσποιούμαι•выдать себя за ученого κάνω τον επιστήμονα.
4. εξάγω, βγάζω•выдать нефт сверх плана δίνω πετρέλαιο πάνω από το πλάνο.
5. (παλ.) εκδίδω (βιβλίο, έργο).(με την αντων. себя) προδίνω τον εαυτό μου•выдать себя προδίνομαι μόνος μου.
|| παρουσιάζω•выдать черное за бе-лсю παρουσιάζω το μαύρο για άσπρο.
εκφρ.не выдай – μη με φέρεις σε δύσκολη θέση.1. εξέχω, προεξέχω, προέχω, ξεπέχω.2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.3. εξευρίσκομαι, βρίσκομαι, συμβαίνω, συμπίπτω•-лось несколько часов свободного времени βρέθηκαν μερικές ώρες ελεύθερες•
как только -лся случай μόλις δόθηκε η ευκαιρία.
εκφρ.выдать в кого – μοιάζω του•характер -лся в деда – ο χαρακτήρας έμοιασε τού παππού. -
17 дневной
επ.1. ημερήσιος, της ημέρας•свет το άσπρο φως, το φως της ημέρας•
лампа -го света λάμπα λευκού φωτός•
-ое время ο ημερήσιος χρόνος, η μέρα•
-ые часы το απομεσήμερο•
дневной спектакль απογευματινή παράσταση•
-ая смена ημερήσια βάρδια•
дневной заработок ημερομίσθιο, μεροκάματο.
2. ημερόβιος (για έντομα, ζώα).εκφρ.- ая поверхность – η επιφάνεια της γης. -
18 звезда
-ы, πλθ. звзды θ.αστέρι, άστρο, αστέρας•падающая звезда διάττοντας αστέρας, αστροβολίδα, πεφτάστρι;•
неподвижная απλανής αστέρας•
полярная звезда πολικός αστέρας•
утренняя звезда ο αυγερινός•
вечерняя звезда ο αποσπερίτης•
небо, усеянное -ами ουρανός αστερόεις.
|| κάθε τι πού έχει σχήμα αστεριού•пя-тикончная звезда το πεντάλφα•
маршальская звезда το στραταρχικό αστέρι (παράσημο).
|| προσωπικότητα•звезда любви άστρο της αγάπης.
|| άσπρο σημάδι στο μέτωπο αλόγου•конь с белой -ой на лбу αστεράτο άλογο (μπάλης).
εκφρ.морская звезда – το εχινόδερμο, αστερίας•до -ы – ως το βράδυ, ώσπου να βγουν τ αστέρια•- ы с нба хватает – πιάνει πουλιά στον αέρα (ικανότατος)•он родился под счастливой -ой – αυτός είναι σαββατογεννημένος (τον πάει η τύχη)•- экрана – αστέρι του κινηματογράφου•счш?ать -ы – μετρώ τ άστρα (χάσκω)•звезда падучая – παλ. μετέωρο. -
19 калач
-а, α. καλάτσι, είόος στρόγγυλου ψωμιού.-омεπίρ.σαν κουλούρα•согнуть спину -ом κουλουριάζω τη ράχη.
(διαλκ.) άσπρο (χάσικο) ψωμί.εκφρ.тёртый калач – πολύπειρος, πάλιοκαραμπίνα•на -и досталось – α) περιυβρίζω, β) δέρνομαι ανελέητα. -
20 кувшинка
-и θ.νούφαρο άσπρο, νυμφαία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Άσπρο — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 72 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βάμου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 794 κάτ.) στην πρώην επαρχία Εδέσσης του νομού Πέλλης.… … Dictionary of Greek
άσπρο — το παλιό τουρκικό νόμισμα ασημένιο (απ αυτό και το ελληνικό όνομά του) μικρής αξίας· στον πληθ., άσπρα τα χρήματα, η περιουσία: Τ άσπρα κατεβάζουν τ άστρα (όταν έχεις χρήματα, όλα είναι δυνατά), παροιμ. φράση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άσπρο Χωριό — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 166 κάτ.) της Πάρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συνδυαστικός λογισμός — Είναι γνωστός και ως συνδυαστική ανάλυση. Κλάδος της αριθμητικής, που εξετάζει τις διάφορες δυνατές ομαδοποιήσεις με διάφορα αντικείμενα ή σύμβολα. Αν έχουμε τρεις σφαίρες με διαφορετικό χρώμα (άσπρο, κόκκινο, πράσινο) και θέλουμε να σχηματίσουμε … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
αντίθεση — I Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O … Dictionary of Greek