άσκληπιός
1Ἀσκληπιός — Asclepios masc nom sg …
2Ἀσκλήπιος — masc nom sg …
3Ασκληπιός — I Θεραπευτής θεός, από τους σχετικά νεότερους της ελληνικής μυθολογίας. Παρά την έκταση που πήρε η λατρεία του στους χρόνους της κλασικής αρχαιότητας και αργότερα, o μύθος της θεϊκής υπόστασης του Α. αρχίζει να εμφανίζεται στους ομηρικούς… …
4Ασκληπιός — ο ο θεός της ιατρικής και της υγείας στην αρχαιότητα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5АСКЛЕПИЙ — • Άσκλήπιός, Άσκληπιός, Aesculapius, греческий бог врачевания; по обыкновенному сказанию (Гесиод, Пиндар), сын Аполлона и Корониды, дочери царя лапифов Флегия. Аполлон, убив из ревности Корониду, отдал сына на воспитание кентавру… …
6Ἀσκληπιοί — Ἀσκληπιός Asclepios masc nom/voc pl …
7Ἀσκληπιοῦ — Ἀσκληπιός Asclepios masc gen sg …
8Ἀσκληπιούς — Ἀσκληπιός Asclepios masc acc pl …
9Ἀσκληπιέ — Ἀσκληπιός Asclepios masc voc sg …
10Ἀσκληπιῶν — Ἀσκληπιός Asclepios masc gen pl …