άρχι-

  • 81ξανθοαρχιγένειος — ή ξανθοαρτιγένειος, ον (Μ) (για το γένι) αυτός που αρχίζει να βγάζει ξανθές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + αρχι * + γένειος (< γένι). Ο τ. ξανθοαρτιγένειος < ξανθός + ἀρτιγένειος «αυτός που έβγαλε πρόσφατα γένια»] …

    Dictionary of Greek

  • 82παντοτέκτων — ονος, ὁ, Μ ο τεχνίτης όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + τέκτων (πρβλ. αρχι τέκτων)] …

    Dictionary of Greek

  • 83προγένεθλος — ον, Ν αυτός που γεννήθηκε πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γένεθλος (< γένεθλον), πρβλ. αρχι γένεθλος] …

    Dictionary of Greek

  • 84πρωτοποίμην — ένος, ὁ, Α 1. πρώτος ποιμένας 2. μτφ. αρχιεπίσκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ποιμήν, ένος (πρβλ. αρχι ποίμην)] …

    Dictionary of Greek

  • 85τρικέραυνος — ον, Μ (μτφ. για αίρεση) αυτός που περιέχει τρεις κεραυνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κεραυνός (πρβλ. ἀρχι κέραυνος)] …

    Dictionary of Greek

  • 86υψίθρονος — ον, Α (για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θρόνος (πρβλ. ἀρχί θρονος)] …

    Dictionary of Greek

  • 87υψικέραυνος — ον, Α αυτός που ρίχνει κεραυνούς από ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κεραυνός (πρβλ. ἀρχι κέραυνος)] …

    Dictionary of Greek

  • 88φιλογέρων — οντος, ὁ, Α ο πιστός στη Γερουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γέρων «γερουσιαστής» (βλ. λ. γέροντας), πρβλ. ἀρχι γέρων] …

    Dictionary of Greek

  • 89φιλοθέωρος — ον, Α 1. φιλοθεάμων 2. αυτός που τού αρέσει να βλέπει κάτι («φιλοθεώρους τῶν καλῶν ἔργων καὶ μεγάλων», Διον. Αλ.) 3. αυτός που τού αρέσει να θεάται, να παρατηρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θεωρός «θεατής, παρατηρητής» (πρβλ. ἀρχι θέωρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 90φιλοποίμην — (Μεγαλόπολη περ. 252 π.Χ. – Μεσσηνία 184 π.Χ.). Στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Διακρίθηκε στη μάχη της Σελλασίας εναντίον του Κλεομένη Γ’ (222 π.Χ.) και το 208 π.Χ. νίκησε στη Μαντίνεια τον τύραννο της Σπάρτης Μαχανίδα. Επανεξελέγη στρατηγός …

    Dictionary of Greek