άρχι-

  • 71αρχιμουσικός — ο 1. ο διευθυντής ορχήστρας, ο μαέστρος 2. ο διευθυντής φιλαρμονικής ή μπάντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μουσικός. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή εκδ. 1833)] …

    Dictionary of Greek

  • 72αρχιναυπηγός — ο 1. ο επικεφαλής των ναυπηγών 2. βαθμός και θέση στο πολεμικό ναυτικό και στη βιομηχανία της ναυπηγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + ναυπηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 73αρχιναύαρχος — ο ο ανώτερος από τους ναυάρχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + ναύαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 74αρχιπάτωρ — ἀρχιπάτωρ, ο (Μ) 1. ο πατριάρχης, ο γενάρχης 2. ο πρώτος γενάρχης του γένους των ανθρώπων, ο Αδάμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + πάτωρ < πατήρ] …

    Dictionary of Greek

  • 75αρχισυνάγωγος — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 76αρχισυναγωγός — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 77αρχισυντάκτης — ο (θηλ. τάκτις [ ιδος] και τάκρια, η) ο προϊστάμενος στη σύνταξη εφημερίδας, περιοδικού, δελτίου κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + συντάκτης (πρβλ. γαλλ. redacteur en chef. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] …

    Dictionary of Greek

  • 78αρχιφώρ — ἀρχιφώρ ( ῶρος), ο (Α) ο αρχικλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + φωρ «κλέφτης»] …

    Dictionary of Greek

  • 79εύφρουρος — εὔφρουρος, ον (Α) άγρυπνος, προσεκτικός, καλοφυλαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φρουρος (< φρουρός), πρβλ. αρχί φρουρος, θεό φρουρος] …

    Dictionary of Greek

  • 80κλειδοχρονιά — η η τελευταία μέρα τού Αυγούστου και σε μερικά μέρη η πρώτη τού Σεπτεμβρίου κατά την οποία άλλοτε έκλεινε το έτος σύμφωνα με τη μέτρηση τού χρόνου κατά ινδικτιώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί + χρονιά (< χρονιά), πρβλ. αρχι χρονιά, πρωτο χρονιά] …

    Dictionary of Greek