άρτιος (περιττός)
1άρτιος — α, ο 1. τέλειος, πλήρης, ακέριος: Η μελέτη σου για τα δάση της Μακεδονίας είναι σχεδόν άρτια. 2. (για αριθμούς), ζυγός, που διαιρείται με το δύο (αντίθ. περιττός): Το οκτώ είναι αριθμός άρτιος. 3. το ουδ. ως ουσ., το άρτιο ολόκληρη η αξία κάποιου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2περιττός — ή, ό 1. αυτός που είναι παραπανίσιος, άχρηστος, ανώφελος, αυτός που περισσεύει: Περιττά λόγια. 2. (μαθημ.), αριθμός που δε διαιρείται με το δύο ακριβώς (1, 3, 5, 7, 9), αλλιώς μονός (αντίθ. άρτιος, ζυγός) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3εναντιώνυμος — ἐναντιώνυμος, ον (Α) (για τη σχέση μεταξύ άρτιων και περιττών αριθμών) ο αριθμός που έχει αντίθετο όνομα από άλλον, όπως άρτιος περιττός …
4περισσάρτιος — ον, ΜΑ (για αριθμούς) ο περιττός και άρτιος, ο αριθμός που όταν διαιρείται με μία δύναμη τού 2 γίνεται περιττός, όπως π.χ. ο 24 διαιρούμενος διά 23 (=8) γίνεται ο περιττός αριθμός 3. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + ἄρτιος] …
5μονός — ή, ό (Μ μονός, ή, όν) (για αριθμό) αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί διά τού δύο, περιττός, σε αντιδιαστολή προς τον άρτιο, τον ζυγό νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο, απλός, μονομερής («μονή κλωστή») 2. (για άνθος) αυτός που …
6ανάρτιος — ἀνάρτιος, ον (Α) 1. (για αριθμό) αυτός που δεν είναι άρτιος, ο περιττός 2. εχθρός, αντίπαλος …
7ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …
8περισσοειδής — ές, Α (για τη δυάδα) αυτός που φαίνεται ως περιττός αριθμός, ενώ είναι άρτιος, αυτός που μετέχει στη φύση τών περιττών αριθμών («περισσοειδὴς γὰρ πολλάκις ἡμῑν ὤφθη ἡ δυάς», Θεολογ. Αριθμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + ειδής*] …
9περισσωνυμώ — έω, Α [περισσώνυμος] (για αριθμό) είμαι περιττός, όχι άρτιος …
10περισσώνυμος — ον, Α (για αριθμό) ο ονομαζόμενος περιττός, ο μη άρτιος, σε αντιδιαστολή με τον αρτιώνυμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. παρ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …
- 1
- 2