1ἀπριάτη — ἀπρίατος without purchase money fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ἀπριάτῃ — ἀπρίατος without purchase money fem dat sg (attic epic ionic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3απρίατος — ἀπρίατος (θηλ., ἀπριάτη) (Α) [πρίασθαι] αυτός που δεν αγοράστηκε ή δεν εξαγοράστηκε …
Dictionary of Greek